Το ότι αυτό που αδόκιμα ονομάσαμε από παλιά (από τη μεταπολίτευση) «σκυλάδικο», έχει κάποια ηχητική σχέση με το ρεμπέτικο και τις ποικίλες λαϊκές εκφορές του κατά την διάρκεια της εξέλιξής του, είναι γεγονός, αλλά όχι η μόνη ερμηνεία της ύπαρξης και της επικράτησής του στα τελευταία 50 (!) χρόνια. Το σκυλάδικο (σκλδκ) ως μουσικός όρος (?), διαθέτει πολλές κατατεθειμένες και ποικίλες απόψεις μέσα από θεωρητικά και μουσικά κείμενα· θέσεις ειδημόνων, ρεμπετολόγων, αναλυτών, ερευνητών, καθώς και ανθρώπων του σιναφιού.
Αφορμή του σχολίου μου για το σκλδκ στάθηκε ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο της Ελένης Μπέλλου, στις 24/7/2019, στον ιστότοπο του tvxs.
Κατά κάποιον τρόπο, η δημοσιογράφος «ξαναβάζει» το θέμα μιας τέτοιας παρηκμασμένης τραγουδιστικής φόρμας, προκαλώντας όσους είναι διατεθειμένοι να ασχοληθούν-έστω ατελέσφορα-με ένα θέμα, όχι μόνο ονοματολογικό, το οποίο θα συνεχίζει να είναι μια κακόηχη, αντιαισθητική και σκληρή πραγματικότητα στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και αντίληψης, δομημένης πάνω στην φθορά και την μουσική υποβάθμιση.
Το θέμα λοιπόν της επινόησης ενός τέτοιου προσδιορισμού, «σκυλάδικο», κατά τη γνώμη μου έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο ερμηνείας του κάθε τραγουδιστή, της, ως επί τω πλείστον, στιχουργικής ανοησίας, όπως και της… ενορχήστρωσης (?). Δεν έχει καμία σημασία αν ο-η τραγουδιστής έχει καλή ή κακή φωνή, αλλά ο «τρόπος», η μανιέρα, η χρήση του λαρυγγιού, η εκφορά του λόγου, τα φωνητικά ποικίλματα που δανείζονται από τον… κάδο συσσωρευμένης ανακύκλωσης φθαρμένων και παραμορφωμένων ηχητικών συνηθειών, η συμπεριφορά του μικροφώνου, η κακοφωνία που επιλέγεται και διαχέεται από την κονσόλα τού ήχου, τα υψηλά ντεσιμπέλ, το στήσιμο του σώματος, το αλκοόλ που κυκλοφορεί, οι γαρδένιες και τα καλάθια, η επίδειξη πλούτου, ο τρόπος επικοινωνίας με το κοινό, η ίδια η σύνθεση και προέλευση του κοινού, ακόμα και τα πολιτισμικά-μορφωτικά χαρακτηριστικά του και τέλος, όλο αυτό το μόρφωμα πολτού που περιβάλει αυτή τη μάζα και το συνονθύλευμα ήχου και παρακμιακής μουσικής-πολιτισμικής (???) κουλτούρας…,
Θα επαναλάβω την άποψη που έχω διατυπώσει και άλλες φορές: μέσα στο πλαίσιο της καταναλωτικής κοινωνίας, κατά κύριο λόγο της διακίνησης του μαύρου χρήματος, το οποίο κυριαρχούσε και εξακολουθεί να κυριαρχεί ασύδοτα, ιδιαίτερα από την περίοδο της Χούντας και εντεύθεν, η ανακάλυψη της ύπαρξης των ρεμπέτικων τραγουδιών από το μεγάλο κι ευρύτερο κοινό έγινε όχι μέσα από τις παλαιότερες αυθεντικές ερμηνείες, αλλά από επανεκτελέσεις από δημοφιλείς τραγουδιστές, με μεγαλύτερες ορχήστρες, για να μην δείχνουν την δήθεν… «φτώχεια» των απέριττων αυθεντικών ηχογραφήσεων, αλλά και για να παρουσιάσουν εκείνα τα λιτά τραγούδια με πιο, κατά τη γνώμη τους, «εύπεπτο» τρόπο, διασκευάζοντάς τα, μεταφέροντας στην… ερμηνεία τους τα νέα φωνητικά «κόλπα» τα οποία γεννιόντουσαν κάθε νύχτα στις πιάτσες της βραδινής εκτόνωσης.
Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πω πως η δισκογραφία αυτού του «ανανεωμένου» ρεπερτορίου γινόταν ανάρπαστη, σε μια μεγάλη περίοδο όπου οι Εταιρίες δίσκων είχαν τον πρώτο λόγο στην αγορά και στην επιβολή τού εμπορεύματός τους… Κάτι τέτοιο θεωρήθηκε, από πολλούς, πως ο «λαός» προτιμάει όχι τα αυθεντικά αλλά τα υ π ο κ α τ ά σ τ α τ α, με αποτέλεσμα, από τότε, να στηθεί ολόκληρη δισκογραφική βιομηχανία στην μαζική παραγωγή τέτοιας «οπτικής ματιάς».
Το θέμα δεν είναι αμιγώς το νυχτερινό κέντρο και η δισκογραφία, αλλά απλώνεται σε ένα ευρύτατο κοινωνικό επίπεδο στο οποίο εύκολα διακρίνεται το μορφωτικό και εκπαιδευτικό status της πληθυσμιακής μας οντότητας. Παράλληλα, ήρθε και η τηλεόραση για να ολοκληρωθεί η «δουλειά», το ραδιόφωνο με τους αμέτρητους σταθμούς, το διαδίκτυο και η ελεύθερη πρόσβαση.
Στην εποχή μας έχει εγκαθιδρυθεί ένα είδος μιας ιδιότυπης πολιτιστικής «αιχμαλωσίας», σε έναν ελεύθερο κόσμο διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών· έχει ριζώσει και θα υπάρχει πάντα. Ο ήχος του σκλδκ δεν υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου, δεν… ανατρέπεται. Απεναντίας, όλο και περισσότερα μουσικά είδη επηρεάζονται και εντάσσονται σ’ αυτό, χάνοντας την αρχική τους διαμόρφωση και τα χαρακτηριστικά τους. Με λίγα λόγια, η μεγάλη κρεατομηχανή, καταβροχθίζει ένα-ένα τα μουσικά είδη: ελαφρά μουσική, ελληνικό ροκ, ποπ, δημοτικά, νησιώτικα, κλπ.
Ναι, το ομολογώ και δεν έχω το παραμικρό πρόβλημα να καταθέσω πως ανατριχιάζω από δυσφορία με το άκουσμα ενός αλλοιωμένου ρεμπέτικου προς την κατεύθυνση ενός τοιούτου είδους κατασκευάσματος και «νεωτερισμού» από τέτοιους «ανανεωτές» και δεν μπορώ να είμαι πιο συγκεκριμένος.
Το σκλδκ είναι πλέον ο… ε θ ν ι κ ό ς μας ή χ ο ς!
Το ακούω σε όλη την Επικράτεια και αυτό δεν αμφισβητείται: Στις καφετέριες, στα αυτοκίνητα που περνούν, στα ιδιωτικά πάρτι, στις φοιτητικές εκλογές (!!!), στα εκατοντάδες ραδιόφωνα της χώρας, στις δήθεν ψυχαγωγικές τηλεοπτικές εκπομπές, στα πρωϊνάδικα· ένας ολόκληρος κόσμος υποταγμένος σε μια τέτοια ηχητική συνήθεια και εξάρτηση, εύπεπτη, εύκολη, που στοχεύει όχι βέβαια στο πνεύμα και στον νου, στέλνει στο ναδίρ κάθε σκέψη και προβληματισμό γύρω από το θέμα.
Προσοχή: προφανώς και υπάρχουν κοινωνικές μειοψηφικές ομάδες, άτομα με εμμονή στις παλαιότερες εκτελέσεις των ρεμπέτικων-λαϊκών και είναι ένας σοβαρός λόγος να παρατηρούμε συνεχώς κάποια ρεύματα νέων ομάδων, νέων παιδιών, τα οποία επίμονα προσπαθούν να διατηρήσουν την αυθεντικότητα των τραγουδιών των παππούδων τους…
Το ρεμπέτικο είναι ο κορμός της σκέψης του ελληνικού τραγουδιού. Πέρα από τα ιστορικά του στοιχεία και τις προελεύσεις, έχει ριζωθεί ως ραχοκοκαλιά του τρόπου σκέψης στις μειονότητες που το ακολουθούν. Δεν το μακελεύουν, ούτε το παραποιούν. Διατηρούν την μορφή της γέννησής του και αφήνουν να φανεί η κρυμμένη αξία του. Ανιχνεύουν απ’ αυτό, στοιχεία που ίσως μπορούν να εξελιχθούν, με προσοχή και σεβασμό. Στέκονται απέναντι στον ευνουχιστικό καταναλωτισμό τού είδους.
Το άρθρο της δημοσιογράφου επεκτείνεται στην χρονική και μορφολογική εξέλιξη με προσοχή και αναλυτική προσέγγιση. Είναι καλό να διαβαστεί ώστε μαζί με άλλα κείμενα γνωστών και λιγότερο γνωστών μελετητών περί της ελληνικής τραγουδοποιίας, να συνθέσουμε μια πανοραμική θεώρηση και γνώση πάνω σε ένα θέμα κοινωνικό, πολιτιστικό, στιλιστικό, ουσιαστικό, καθημερινό, το οποίο θα έπρεπε να απασχολεί όλους μας!
Το σκλδκ είναι εδώ, στον 21ο αιώνα της ασταμάτητης και ρέουσας πληροφορίας, των Επιστημονικών γνώσεων, της πολυμορφικής εκπαίδευσης, των επικοινωνιακών επαφών, της παντός είδους ανάπτυξης, της μορφωτικής δυνατότητας στις αναπτυγμένες χώρες, της αμέτρητης μουσικής χαοτικής παραγωγής… Θα έλεγα πως θα ήταν τραβηγμένο πια να θεωρούμε πως η διατήρηση τού στιλ του, είναι απλώς μια… πλάκα, ένα αστείο, για να χαριεντιζόμαστε μεταξύ μας.
Δεν έχω καμία διάθεση να προσποιηθώ τον σοβαρό και γκρινιάρη· απλώς, θεωρώ πως ο καθείς θα πρέπει να σώσει την ψυχή και το πνεύμα του από κάθε μιζέρια και έχω στοχεύσει εδώ και πολλά χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης