Η κυβέρνηση της ΝΔ ξεκίνησε με παράδοξες επιλογές στον πρώτο μήνα της. Ενώ προεκλογικά μιλούσε για δημοσιονομικές τρύπες που αφήνει η απερχόμενη κυβέρνηση, κάτι που πιστοποιούσε και η ΤτΕ με ανακοίνωσή της –όπου σημείωνε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019 θα είναι στο 2,9%, μακριά από το συμφωνημένο με τους θεσμούς 3,5% και πολύ μακριά από το υπερπλεόνασμα του προϋπολογισμού, για να καλύψει τις προεκλογικές παροχές του ΣΥΡΙΖΑ– αμέσως μετά τις εκλογές δήλωσε πως το 3,5% θα επιτευχθεί και γι’ αυτό προχώρησε σε μείωση του ΕΝΦΙΑ από φέτος και βελτίωσε τη ρύθμιση των 120 δόσεων, αυξάνοντας τη δημόσια δαπάνη.
Ούτε φυσικά η πρακτική της προηγούμενης κυβέρνησης της μη επιστροφής των οφειλόμενων σε ιδιώτες είναι η λύση, ούτε η αριθμητική της προσθήκης του 1,119 δις ευρώ από την επέκταση της σύμβασης του «Ελευθέριος Βενιζέλος» που είναι εφάπαξ, πολύ περισσότερο η άθροιση στα έσοδα των 644 εκ. ευρώ των ANFAs, δηλαδή της επιστροφής των τόκων από τους εταίρους και δανειστές, που είναι συμφωνημένο να μην προσμετράται στο πλεόνασμα.
Εξήγγειλε περαιτέρω μειώσεις φόρων και σταδιακή κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης και άλλων αντικειμενικών κριτηρίων φορολόγησης των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων, αλλά λίγο πριν από τα ευρωπαϊκά ταξίδια του Μητσοτάκη τα απέσυρε, μεταθέτοντας για τα επόμενα χρόνια την εφαρμογή τους.
Γιατί όμως αυτό το διπλό παράδοξο, το πρώτο σε σχέση με τις προεκλογικές θέσεις και το δεύτερο να προχωρά σε μειώσεις φόρων από φέτος, δίνοντας τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να την καταγγέλλει για προεκλογικά ψεύδη;
Ακόμη, γιατί επιβαρύνει τη διαπραγματευτική θέση της και προσθέτει αστερίσκους σε εκείνους που είχαν θέσει οι εταίροι και δανειστές στην προηγούμενη κυβέρνηση;
Πώς θα διεκδικήσει, έστω για το 2021, τη δραστική μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος; Αρκούν οι δύο τροπολογίες στα εργασιακά και οι υποσχέσεις για περισσότερες μεταρρυθμίσεις μελλοντικά;
Το αβίαστο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση φοβάται την πιθανή δημοσκοπική υποχώρησή της το φθινόπωρο, τότε που θα θελήσει να προωθήσει τις συνταγματικές αλλαγές, όπως και την αλλαγή του εκλογικού νόμου.
Φοβάται πως αν δεν διατηρήσει τη δυναμική της εκλογικής νίκης δεν θα βρει πιθανές συνεργασίες στις δύο αυτές θεσμικές και πολιτικές επιλογές της.
Φοβάται ότι θα είναι αδύναμη και η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για τον προϋπολογισμό του 2020 και αυτό θα την αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο εν όψει της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας στην αρχή του νέου έτους.
Η κυβερνητική ηγεσία γνωρίζει ότι το εκλογικό αποτέλεσμα που πέτυχε δεν έχει προγραμματικό υπόβαθρο – ούτε φυσικά συνοχή.
Το 39,85% των εθνικών εκλογών και η μεγάλη αύξηση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές εκλογές οφείλεται στην επιθυμία μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου να καταψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ, αφού δεν έβλεπε εύκολη την επανάληψη του κυβερνητικού σχήματος της περιόδου 2012-2014, ούτε φυσικά είχε εναλλακτική πολιτική λύση.
Ο Μητσοτάκης έχει δύο επιλογές μπροστά του:
- είτε θα προχωρήσει σε αλλαγές του συντάγματος και ειδικά του άρθρου για τη μείωση της αναγκαίας πλειοψηφίας από 200 σε 180 για την άμεση εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου που θέλει να ψηφίσει αμέσως μετά,
- είτε θα αλλάξει μόνο τον εκλογικό νόμο και θα ψάξει ευκαιρία να κάψει την απλή αναλογική.
Η πρώτη εκδοχή είναι σχεδόν απίθανη γιατί χρειάζεται διπλή συμφωνία του Κινήματος Αλλαγής τόσο στην αλλαγή του άρθρου για τον εκλογικό νόμο του συντάγματος όσο και στη μορφή του νέου εκλογικού νόμου, επιλογή σχεδόν αδύνατη για το Κίνημα Αλλαγής για λόγους συνταγματικής τάξης και κομματικής επιβίωσης.
Συνεπώς, η αλλαγή του εκλογικού νόμου, με όποια πλειοψηφία και να γίνει κάτω των 200 ψήφων, θα ισχύσει από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Ο Μητσοτάκης γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κάνει τις εκλογές με απλή αναλογική στο τέλος της τετραετίας, γιατί δεν ξέρει αν θα είναι πρώτο κόμμα, εκείνο που σίγουρα ξέρει είναι ότι στις επαναληπτικές δεν πρόκειται να έχει αυτοδυναμία, με όποιο πλειοψηφικό εκλογικό νόμο και να ψηφίσει το ερχόμενο φθινόπωρο.
Η επιλογή να προκαλέσει εκλογές αμέσως μετά την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας είναι το πιο πιθανό σενάριο που σκέφτεται.
Αλλάζοντας το σύνταγμα για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα μπορέσει και μόνος του να εκλέξει Πρόεδρο.
Εκλέγοντας τον Κώστα Καραμανλή θα έχει πετύχει τη μέγιστη συνοχή στην κοινοβουλευτική ομάδα του και δεν θα έχει προλάβει ο Αντώνης Σαμαράς, που νιώθει ριγμένος επειδή δεν μπόρεσε να γίνει αντιπρόεδρος της Κομισιόν, να του δημιουργήσει προβλήματα.
Προκηρύσσοντας αμέσως εκλογές με επιχείρημα την «αποφασιστική διαπραγμάτευση» με τους θεσμούς για τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος και τον καθαρό πολιτικό χρόνο της τετραετίας μπροστά του για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις του και να φέρει την ανάπτυξη, θα κάψει την απλή αναλογική του ΣΥΡΙΖΑ και σε σαράντα ημέρες θα κάνει εκλογές με τον νέο πλειοψηφικό του νόμο, τις οποίες πιστεύει ότι θα κερδίσει, αφού ούτε ο ίδιος θα έχει φθαρεί ούτε ο Τσίπρας θα έχει προλάβει να ανακάμψει.
Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να εξηγήσει το διπλό μετεκλογικό παράδοξο της κυβέρνησης – διαφορετικά, μόνο σε υπερφυσικές δυνάμεις πρέπει να ποντάρει, όταν μάλιστα η Ευρώπη μπαίνει σε ύφεση, λόγω των επιλογών Τραμπ και του Brexit γεγονότα που μειώνουν τα περιθώρια επαρκούς ανάπτυξης την επόμενη διετία, αφού θα πληγούν οι εξαγωγές και ο τουρισμός, πέραν των άλλων, κάτι που ήδη συμβαίνει.
* Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι πρώην υφυπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της Κίνησης «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»