Μια συζήτηση για τη δομή και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, για να είναι ουσιαστική και να οδηγήσει σε ριζοσπαστικές επιλογές, που θα την αναμόρφωναν συνολικά, θα έπρεπε να γίνει στο πλαίσιο αναμόρφωσης συνολικά του πολιτικού συστήματος και του κράτους, που δημιουργήθηκαν μετά τη μεταπολίτευση και πρόσφεραν την καλύτερη ‒από κάθε άποψη‒ περίοδο της χώρας από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους.
Όμως, το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης γεννήθηκε με παρούσες πολλές από τις προδικτατορικές παθογένειες, απέκτησε και νέες που εμφανίστηκαν στην πορεία.
Ένα από τα βασικά προβλήματα ήταν η έλλειψη ισορροπιών ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία, από τη μια πλευρά, τη νομοθετική και τη δικαστική, από την άλλη.
Η έλλειψη αυτή έγινε πιο έντονη όταν η ενσωμάτωση της χώρας, και ιδιαίτερα της οικονομίας, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το άνοιγμα των μεγάλων αγορών ‒του χρήματος, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, της λιανικής και πολλών άλλων‒ έγινε με μεγάλες καθυστερήσεις και χωρίς τη συγκρότηση των αναγκαίων εποπτικών και ελεγκτικών αρχών και μηχανισμών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ιδιωτικών καρτέλ στη θέση των κρατικών μονοπωλίων και τη γένεση μικρών και μεγάλων οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων.
Ακόμη χειρότερα, η δημόσια διοίκηση δεν μπόρεσε ‒είτε από αβελτηρίες των κυβερνήσεων είτε από τις αντιστάσεις των συντεχνιακών αντιλήψεων στο εσωτερικό της‒ να αποκτήσει νέα φιλοσοφία και δομή, αναγκαίες και ικανές συνθήκες για να ανταποκριθεί στις νέες εσωτερικές και εξωτερικές υποχρεώσεις της.
Η κρίση του 2008 αποκάλυψε το βάθος και την έκταση των προβλημάτων σε όλα τα επίπεδα η δε βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή με τα τρία επίσημα μνημόνια, μπορεί να επέφερε οριακή δημοσιονομική ισορροπία, όμως η παραγωγική βάση της οικονομίας δεν άλλαξε, ούτε φυσικά το κομματικό σύστημα και η δημόσια διοίκηση.
Οι εταίροι και δανειστές μπορεί να έπεισαν τις κυβερνήσεις ότι δεν είχαν άλλη επιλογή ‒αν ήθελαν να αποφύγουν την άτακτη χρεοκοπία‒ παρά να εφαρμόσουν τα μνημόνια, όμως δεν τις έπεισαν να αλλάξουν δομές, νοοτροπίες και προσανατολισμό∙ ομοίως τα κόμματα και η δημόσια διοίκηση.
Πολλές προσπάθειες έγιναν και προτού ακόμη ξεσπάσει η κρίση, όμως ήταν αποσπασματικές και πολύ πίσω από τις ανάγκες της χώρας.
Έτσι, μοιραία, και η συζήτηση του νομοσχεδίου για το επιτελικό κράτος δεν περιέλαβε τα μεγάλα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, αλλά περιορίστηκε σε οξύτατες αντιπαραθέσεις για προσωπικά θέματα που υποβάθμισαν ακόμη περισσότερο τον ρόλο των ανεξάρτητων αρχών και του ασυμβίβαστου που πρέπει να ισχύει στη στελέχωσή τους, για να υπάρχει η ελάχιστη εγγύηση αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας.
Άλλωστε, η αποσπασματικότητα του νομοσχεδίου, που κυρίως ήθελε να οργανώσει την πρωθυπουργική εξουσία απέναντι στο διαχρονικό φαινόμενο των «υπουργείων-φέουδα» και των ιδιόρρυθμων σχέσεων μεταξύ των πολιτικών ηγεσιών και των ανώτερων στελεχών της δημόσιας διοίκησης που μετά τις πρώτες συγκρούσεις που ακολουθούν την αλλαγή κυβέρνησης, πορεύονται με τη νοοτροπία του «Συνδρόμου της Στοκχόλμης», δεν άφησε πολλά περιθώρια.
Η διάκριση των τριών επιπέδων άσκησης της δημόσιας πολιτικής ‒δηλαδή της πολιτικής ηγεσίας, των επιτελικών και προγραμματικών υπηρεσιών και των εκτελεστικών βραχιόνων‒ ποτέ δεν συζητήθηκαν, ούτε φυσικά το ότι είναι όλα πολύ πίσω από τις πολύπλοκες και απαιτητικές συνθήκες που διαμορφώνουν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, οι ισχυρές αγορές και οι διεθνείς παίκτες, όπως και της ανάγκης να προσφέρουν ποιοτικές δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Ποτέ, ούτε φυσικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων συνεδριάσεων της Βουλής, δεν έγινε συζήτηση για την αλλαγή της παραδοσιακής φιλοσοφίας της δημόσιας διοίκησης, που ήταν κυρίως μια διοίκηση ευθύνης που μετεξελίχθηκε στο «βλέποντας και κάνοντας» και στην πελατειακή διοίκηση, σε διοίκηση ποσοτικοποιήσεων στόχων και επίλυσης προβλημάτων.
Μιας αποκοματικοποιημένης διοίκησης, ατομικής και συλλογικής ευθύνης με αίσθηση χρέους και υψηλά αποθέματα γνώσεων και εμπειριών με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό στα διεθνή πεδία αλλά και τις κάθε είδους ‒θεμιτές ή αθέμιτες‒ πιέσεις και αιτήματα ισχυρών οικονομικών παραγόντων και συντεχνιακών ομάδων.
Για να μιλήσω με μερικά παραδείγματα, από τα πολλά που καθηλώνουν κάθε δημιουργική προσπάθεια και μηδενίζουν την ελάχιστη αξιοπιστία των φορέων της πολιτικής εξουσίας, όπως και όλων των φορέων άσκησης δημόσιας πολιτικής:
Ο χρόνος και, πολλές φορές, η ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμεται, η έλλειψη ολοκληρωμένων χωροταξικών σχεδίων και καθορισμού των χρήσεων γης, ο εθνικός και τομεακός αναπτυξιακός σχεδιασμός και η συνάφειά του με τους σχεδιασμούς των Περιφερειών, το παράδειγμα της ΔΕΗ και της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, οι αστικές συγκοινωνίες και ειδικά ο ΟΑΣΘ, η απαξίωση της Εγνατίας ΑΕ, η κατάρρευση των δημοσίων νοσοκομείων, που λειτουργούν ακόμη με το βασικό θεσμικό πλαίσιο της δεκαετίας του ’80, είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Όμως, όταν η συζήτηση από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση επικεντρώνεται στην κυρία Θάνου, δεν μπορούμε να έχουμε και πολλές ελπίδες ότι κάτι σοβαρό μάς δίδαξε η κρίση και κάτι σοβαρό μπορεί να γίνει.
* Ο Γιάννης Μαγκριώτης είναι πρώην υφυπουργός Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της Κίνησης «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ»