Βασικό χαρακτηριστικό της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η νέα δομή και λειτουργία της. Το γνωστό ήδη σχέδιο είναι καθαρά πρωθυπουργικοκεντρικό, με την έννοια ότι όλα σχεδιάζονται και ελέγχονται από το πρωθυπουργικό γραφείο. Η παραγωγή πολιτικής φαίνεται ότι θα γίνεται μεταξύ του πρωθυπουργού και των άμεσων συνεργατών του.
Αυτό μεταφράζεται στο ότι όχι μόνο η επιλογή των στόχων θα γίνεται στο πρωθυπουργικό γραφείο, αλλά και η επιλογή των μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη αυτών των στόχων. Αυτό τεκμαίρεται από το ότι όλοι οι υφυπουργοί (οι οποίοι θεωρούνται εξειδικευμένοι στο αντικείμενο που τους έχει ανατεθεί) αναφέρονται στον πρωθυπουργό και θα παρακολουθείται η πρόοδος της επίτευξης των στόχων μέσω του πληροφοριακού προγράμματος ΜΑΖΙ και των ανθρώπων που θα το χειρίζονται εγκατεστημένοι ανά δύο σε κάθε υπουργείο.
Η παλαιά αυτή σύλληψη ουσιαστικά επιχειρεί να μετατρέψει την κυβέρνηση σε ένα μηχανισμό αντίστοιχο μιας μεγάλης επιχείρησης. Προκύπτουν, λοιπόν, δύο θέματα:
- ποιο θα είναι το περιθώριο παραγωγής πολιτικής από τους αρμόδιους υπουργούς σε σχέση με τις κεντρικές επιλογές, καθώς και
- πως θα εξελιχθεί η συγκατοίκηση με τους υφυπουργούς που δεν θα βρίσκονται ουσιαστικά υπό την εποπτεία τους.
Η ανάδυση συγκρούσεων είναι δεδομένη. Όμως το πρόβλημα είναι ο τρόπος που αυτές θα επιλύονται και προς τα που θα γέρνει η πλάστιγγα. Η βαθύτερη σκέψη του σχεδιασμού μάλλον αποβλέπει στην ουσιαστική α-πολιτικοποίηση της κυβέρνησης και τη μετατροπή της σε ένα σύστημα διευθυντών που εκτελούν κατά γράμμα της εντολές του πρωθυπουργικού γραφείου. Κι αυτό, προκειμένου να γίνει υπέρβαση όλων των σχέσεων εξουσίας (θετικών ή αρνητικών) που, εν τοις πράγμασι, δημιουργούνται στους χώρους διακυβέρνησης. Αν ισχύει αυτό, νομίζω ότι θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες.
Η ιδεολογία και η πολιτική θεώρηση που υπηρετεί η νέα κυβέρνηση φαίνεται εξ αρχής να υποτιμά τις κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται στο κοινωνικό σώμα και που εκφράζονται και στους χώρους εξουσίας. Πιθανόν, χωρίς την πίεση των κοινωνικών δυνάμεων, οι πολιτικές ιδέες να μην είχαν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Υπάρχει η εντύπωση ότι όταν υπάρχει συμφωνία ως προς τους σκοπούς, τα μόνα ζητήματα που τίθενται είναι όσα σχετίζονται με τα μέσα. Και τα ζητήματα αυτά δεν είναι πολιτικά, αλλά τεχνικά. Μπορούν δηλαδή να διευθετηθούν από ειδικούς ή μηχανές, όπως ακριβώς τα ζητήματα που ανακύπτουν μεταξύ μηχανικών ή γιατρών.
Αυτό εξηγεί γιατί εκείνοι που εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους σε ένα κοσμοϊστορικό φαινόμενο (π.χ. στον απόλυτο θρίαμβο του Λόγου και του ορθολογισμού) είναι πεπεισμένοι πως όλα τα πολιτικά και τα ηθικά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν σαν απλά τεχνικά προβλήματα. Αυτό είναι και το νόημα της περίφημης φράσης του Ένγκελς σχετικά με το πέρασμα «από τη διακυβέρνηση των ανθρώπων στη διαχείριση των πραγμάτων». Όμως, η πολιτική γλώσσα και η πολιτική δράση δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές παρά μόνο στο πλαίσιο των ζητημάτων που διχάζουν τους ανθρώπους.
* Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος – αναλυτής – καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει διεθνή χρηματοοικονομική και τραπεζική και το άρθρο του είναι αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα slpress.gr