Τις προάλλες, στην παρέα, τέθηκε ξανά ένα θέμα γύρω από το ελληνικό τραγούδι και συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τα σημερινά ραδιόφωνα και στις συνήθεις μεταδόσεις τους. Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το πρόσφατο άλμπουμ με συνθέσεις μου πάνω σε ποιήματα των Βάρναλη, Βιζυηνού, Καρυωτάκη, Λαπαθιώτη, Πολυδούρη, Σαραντάρη, Σεφέρη, με ερμηνευτές τους Νένα Βενετσάνου – Χρήστο Θηβαίο – Μαρία Θωϊδου – Αλκίνοο Ιωαννίδη – Σωκράτη Μάλαμα – Μόρφω Τσαϊρέλη και τη χορωδία του Σταύρου Μπερή, με τίτλο «Άγρυπνο φεγγάρι» (εκδ. Ιανός 2019). (Ας ευλογήσουμε και λίγο τα γένια μας…). Ένα δισκογραφικό άλμπουμ με ιδιαίτερο, ομολογώ, εσωστρεφές κλίμα.
Οι σκέψεις γύρω από την δυνατότητα, τόσο εξειδικευμένα τραγούδια, «εσωστρεφή» συνηθίζουν να τα λένε και αυτόν τον πρόχειρο τίτλο θα τους αποδώσω, να… βλέπουν το φως των ραδιοφωνικών μεταδόσεων, ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο κατά την οποία τα «εξωστρεφή» τραγούδια είναι εκείνα που καταλαμβάνουν, σχεδόν αποκλειστικά, την πρωτοκαθεδρία στα ερτζιανά ραδιοκύματα.
Περάσαμε εύκολα στα «εσωστρεφή» και τα «εξωστρεφή», προσπαθώντας να χαρακτηρίσουμε και να αναλύσουμε τις δυο κατευθύνσεις των τραγουδιών· το ξέρω πως δεν αρκεί μια τόσο πρόχειρη περιγραφή, αλλά ο αναγνώστης θα καταλάβει τουλάχιστον το πλαίσιο στο οποίο αναφέρομαι. Αυτές όμως είναι οι συνήθειες ενός λαού να αντιμετωπίζει το Καλοκαίρι διαφορετικά από τον Χειμώνα λόγω κλίματος, τα χαρούμενα με τα μελαγχολικά, τα φωτεινά με τα σκοτεινά, τέλος, την πιο «βολική» κι ανέμελη μετάδοση τραγουδιών που συμβάλουν σε ψηλότερους δείκτες ακροαματικότητας κλπ.
Γνωστές οι καταλήξεις των συζητήσεων, ιδιαίτερα όταν μπαίνει η αμηχανία της τελευταίας λέξης, και δημιουργούνται αδιέξοδα που καταλήγουν συνήθως σε ένα «δεν βαριέσαι…» περνώντας σε άλλο θέμα.
Ωστόσο, το θέμα της κατάστασης των ελληνικών ραδιοφωνικών μεταδόσεων είναι υπαρκτό και αυταπόδεικτο, για να μην πω… ακουστικοφανές (όπως: οφθαλμοφανές). Από έρευνα συνάγεται πως από το 2005 το σύνολο των ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούν νομότυπα είναι πολύ πάνω από 1.040 και καθημερινά προστίθενται και άλλοι, οι περισσότεροι δίχως άδεια από τους θεσμικούς φορείς.
Η επωδός που πρυτανεύει και σε αυτό συναινούν όλοι, ακόμα κι εγώ, ο οποίος είμαι οπαδός των εσωστρεφών και ως επί τω πλείστον μελαγχολικών τραγουδιών: «ο κόσμος θέλει εξωστρέφεια και δροσερά τραγούδια»· όμως, ας παραδεχτούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των ραδιοφώνων, η συντριπτική πλειοψηφία τους, λειτουργεί με σύστημα playlist και τα ραδιόφωνα έχουν μετατραπεί σε διαφημιστικούς τόπους δισκογραφικών μικρό-εταιριών, με το αζημίωτο… Μια… κρυφή οικονομική «συνομωσία» η οποία λειτουργεί χρόνια τώρα, σε κάθε εποχή με διαφορετικούς τρόπους.
Στην παρούσα εποχή, με υπαρκτή την δισκογραφική δυσπραγία σε κάθε επίπεδο, κυρίως στην παραγωγή και διακίνηση δίσκων από νέες αλλά και παλαιές δυνάμεις συνθετών και στιχουργών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται ραδιοφωνικά το σημερινό τραγούδι, το οποίο παράγεται ως έναν βαθμό από ανεξάρτητες παραγωγές. Από ’κει και πέρα, οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις εξαρτώνται πολύ από μια τέτοια νοσηρή κατάσταση λειτουργίας με το… αζημίωτο.
Το «εξωστρεφές» και το «εσωστρεφές» θα μπορούσαμε να πούμε χοντρικά πως εκφράζει τις δυο όχθες του ελληνικού τραγουδιού. Εκεί, η κάθε «όχθη», εκφράζει έναν κόσμο υπαρκτό και όχι της φαντασίας μας, με τη διαφορά πως ένας διαχωρισμός αισθητικής πρέπει να υπάρχει στο επίπεδο που, και το «εξωστρεφές», διαθέτει κάποια πνευματική υπόσταση κάτι που δυστυχώς δεν είναι και τόσο σύνηθες. Εκεί λοιπόν, στον χώρο του… ανεγκέφαλου τραγουδιού, συναντάμε και τα πιο δημοφιλή (της μόδας) τραγούδια. Τα πολύ αρεστά και εύπεπτα, σε στιλ γιουροβίζιον και περί αυτών ανούσια τραγουδάκια, δίνουν και παίρνουν, φτιάχνοντας την δική τους προσφιλή κατάσταση, στα περισσότερα απροσανατόλιστα εμπορικά ραδιόφωνα. Αυτά είναι τα δήθεν νεολαιίστικα τα οποία στερούνται οποιασδήποτε αισθητικής. Μια διεκπεραίωση επιπέδου μανιέρας, η οποία είναι προορισμένη για videoclips και κατά κύριο λόγο για τηλεοπτική κατανάλωση.
Να μην τα βάζω όλα (τα ραδιόφωνα) όμως σε έναν σάκο· εξαιρώ ασφαλώς, συχνότητες όπως των κρατικών ραδιοσταθμών, τον 9,84, τον 105,5, όπου οι μουσικές τους μεταδόσεις είναι προσεγμένες και σοβαρές. Παρ’ όλα αυτά όπως καταλαβαίνετε, η μπάντα των FM είναι μια τεράστια γκάμα τοξικής μουσικής μετάδοσης χαμηλότατης πνευματικής και αισθητικής στάθμης, η οποία στοχεύει σε μια αμφίβολη μαζική κουλτούρα.
Μένει να δούμε το πώς θα εξελιχθεί στο πέρασμα του χρόνου όλη αυτή η δεδομένη ραδιοφωνική κατάσταση πραγμάτων· πάντα οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις ήταν άνισες και ευνοούσαν κραυγαλέα το «εξωστρεφές», το διασκεδαστικό, το χορευτικό, το αμφίβολα και δήθεν λαϊκό, το χαζοχαρούμενο, εκείνο της εκτόνωσης, της ανεμελιάς και του χαβαλέ. Κάτι σαν εκτονωτικό ψυχοφάρμακο…
Ο χρόνος που κυλάει και οι οικονομικοτεχνικές καταστάσεις, δεν ευνοούν την ραδιοφωνική ελευθερία έκφρασης και την αποδέσμευση από τον παράγοντα α κ ρ ο α μ α τ ι κ ό τ η τ α που διακινεί ολόκληρο το ραδιοφωνικό φάσμα.
Είμαι σίγουρος πως ο αγώνας είναι άνισος και ίσως ατελέσφορος. Πως το πρόβλημα θα υφίσταται διαχρονικά και θα δυσκολεύει όλο και περισσότερο τους «εσωστρεφείς» δον Κιχώτες των καιρών…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης