Η προσωπικότητα του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του «Προέδρου», του ΑΕΚτζή, του δημοσιογράφου, του σημαντικότατου στιχουργού πολλών γνωστών τραγουδιών ήδη από τη δεκαετία του ’60, του «Πρύτανη», του αθυρόστομου, είναι ιδιαίτερη περίπτωση και η συνέντευξη στον Δημήτρη Δανίκα (στο Πρώτο Θέμα) λίγο πριν την Πρωταπριλιά, ομολογώ πως ξεφεύγει από το πλαίσιο της αθυροστομίας και της λεκτικής ελευθεριότητας του… Ποιητή (sic).
Τον γνωρίζω κι εγώ από τότε που ξεκίνησε. Κολλητός του Λοΐζου, του Μάτσα, του Νταλάρα, της Αλεξίου, και πολλών άλλων της εποχής, είχε γίνει, χρόνια τώρα, γραφικός και αντιπαθητικός σε πολύ κόσμο για την μαγκιά και το υπεροπτικό ύφος με το οποίο αντιμετώπιζε τους άλλους, ακόμα και τους κολλητούς του, όπως ένας ξερόλας ο οποίος πρυτανεύει στο σινάφι του, όχι επειδή είναι ευφάνταστος και ευφυής, αλλά επειδή στριμώχνει την όποια ακτινοβολία του στο αγοραίο καλαμπούρι, στον χαβαλέ και στη γλώσσα τού υποκόσμου.
Όχι, δεν είμαι ούτε παριστάνω τον σεμνότυφο και τον… νοικοκυραίο που απαγορεύει λέξεις, τις θεωρεί ακατάλληλες και κρύβεται πίσω από σεμνοτυφίες και θρησκευτικές αγωγές. Θεωρώ πως οι λέξεις υπάρχουν επειδή όλα, μα όλα, πρέπει να έχουν όνομα για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας. Οι λέξεις δεν φταίνε για την σημασία τους, ούτε για ό,τι σηματοδοτούνε· δεν φταίνε για τους συμβολισμούς τους, ούτε για την ενδεχόμενη υπόγεια πονηριά τους. Οι λέξεις όμως σίγουρα εκφράζουν τις προθέσεις και τις αντιλήψεις εκείνων που τις χρησιμοποιούν στον γραπτό ή στον καθημερινό τους λόγο· θα πρέπει δηλαδή εμείς να επιλέγουμε το πού, πότε, πώς και το γιατί θα χρησιμοποιούμε συγκεκριμένες λέξεις ώστε να μην προσβάλουμε έννοιες, πρόσωπα και ιδέες, στις διάφορες μορφές συζητήσεων…
Αίφνης, η «συζήτηση» του Παπαδόπουλου με τον Δανίκα, δεν ήταν μια… χαλαρή μεταξύ τους συζήτηση αλλά συνέντευξη για να δημοσιευτεί σε εφημερίδα, κοινώς να διαβαστεί από ένα κοινό· το κοινό της συγκεκριμένης εφημερίδας. Ο δημοσιογράφος Δανίκας αδιαφόρησε πλήρως για την οντότητα και την όποια ιστορία έχει καταγράψει στον ελληνικό πολιτισμό ο φίλος του και δεν φρόντισε να προστατέψει:
α) τον ίδιο τον απερίσκεπτο, υπέργηρο, αμετροεπή και με αψυχολόγητη συμπεριφορά «Πρόεδρο»,
β) το κοινό της εφημερίδας και των άλλων αναγνωστών,
γ) την ίδια την εφημερίδα, η οποία, ακολουθώντας ασφαλώς την ασύγγνωστη οδό τις φυλετικής πρόκλησης και του σεξισμού, δημοσίευσε δίχως αιδώ ένα τέτοιο παραλήρημα βωμολοχιών και προσβλητικών εννοιών για τη γυναίκα, για φίλους και γνωστούς, κατάλληλων να προκαλέσουν και να ενισχύσουν τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα. Αυτά που λέμε πρωτόγονα και ζωώδη…
δ) να προστατεύσει την δημοσιογραφική δεοντολογία και αισθητική, συνεπώς θα περίμενα να διαμαρτυρηθεί δίχως την παραμικρή καθυστέρηση, η ΕΣΥΕΑ, εξ’ ονόματος του δημοσιογραφικού… κύρους.
Θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλες σκέψεις, αλλά νιώθω πως τα δυο αυτά φιλαράκια (Δανίκας-Παπαδόπουλος) θα τρίβουν χαρούμενοι τα χέρια τους από ικανοποίηση γι’ αυτή την συνέντευξη που έγινε viral, απλώθηκε στο διαδίκτυο, έκαναν τη φιγούρα τους στη δημόσια σφαίρα, επέδειξαν μαγκιά και… γνώση τού λόγου που χρησιμοποιείται στα χαμαιτυπεία, απέδειξαν πως δεν παίζουν πια κανέναν δημιουργικό ρόλο στον πνευματικό χώρο στον οποίο αναδείχτηκαν, διαψεύδοντας όλους όσοι πιστέψαμε κάποτε πως η τέχνη και ο λόγος χτίζουν, αναγκαστικά, προσωπικότητες οι οποίες θεωρούνται προοδευτικές και «καλές περιπτώσεις». Τώρα, ο χρόνος τούς έχει αφαιρέσει τη σοφία να στέκονται σοβαροί μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο το οποίο έτρεφε γι’ αυτούς μια κάποια συμπάθεια και κατανόηση…
Κανείς δεν φταίει για το γήρας του, γι’ αυτό και πρέπει το περιβάλλον των γηραιών ανθρώπων να τους προστατεύει.
Οι δύο φίλοι (δημοσιογράφος και Στιχουργός) υποθέτω πως για να εκτεθούν με τέτοιο χυδαίο τρόπο θα υποφέρουν από αφόρητη μοναξιά. Όταν φτάνει κάποιος στο σημείο, όπως ο συνεντευξιαζόμενος, να σπιλώνει τον απόντα κολλητό του Μάνο Λοϊζο και να αραδιάζει ασυστόλως λεπτομέρειες για τα οικογενειακά του, δείχνει όντως πως το γήρας τού πνεύματος έχει επέλθει και συσκοτίζει πλήρως τη νόηση· έμεινε όμως το δείγμα τού παλαιού χαρακτηριστικού της βωμολοχίας, το οποίο φαίνεται πως κάνει ακόμα εντύπωση στον Δανίκα.
Τους φαντάζομαι και τους δυο στο άνετο σπίτι τού στιχουργού όπως απαθανατίζεται. Του λέει, υποθέτω, ο Δανίκας: Πρόεδρε βρίσε όσο θέλεις. Και εκείνος, χωρίς πρόβλημα, αρχίζει να βγάζει όση καθυστερημένη εφηβεία μπορεί να παραχθεί ώστε να δείξει πως ανήκει στην ηρωική γενιά των στιχουργών του ’60, ’70, ’80, ’90, που τα ‘λέγαν έξω απ’ τα δόντια, λαϊκά και σταράτα…
Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους τα αστεία, το κλίμα μιας παρέας, οι συμπεριφορές και, τέλος, η ανοχή ή η αποδοχή του χυδαίου, του ευτελούς, του ποταπού και του πνευματικά μίζερου που προσδίδουν παλιά ξινά σταφύλια…
* Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης