Τους προβληματισμούς της για το νέο σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών που προωθεί το υπουργείο Παιδείας εκφράζει μέσω της Εφημερίδας των Συντακτών –efsyn.gr– με ανοιχτή επιστολή προς τον Κώστα Γαβρόγλου, καθηγήτρια φιλόλογος.
Αναλυτικά:
«Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Θα ήθελα να σας εκθέσω τους έντονους προβληματισμούς μου σχετικά με το νέο σύστημα διορισμού εκπαιδευτικών που προτείνετε.
Πριν όμως, θα ήθελα να σας αναφέρω την ηλικία μου και την ειδικότητά μου. Είμαι 44 ετών. Ως προς την ειδικότητα είμαι φιλόλογος ΠΕ 02. Όπως καταλαβαίνετε από την ηλικία μου, εισήχθην στη Φιλοσοφική Σχολή το 1992 και αποφοίτησα το 1996. Επίσης, αντιλαμβάνεστε ότι, τον καιρό που αποφοίτησα, τα δεδομένα στον κλάδο των φιλολόγων αλλά και στον χώρο της εκπαίδευσης ήταν εντελώς διαφορετικά από εκείνα που ανέκυψαν μετά από μερικά χρόνια (1998: κατάργηση επετηρίδας και καθιέρωση του γραπτού διαγωνισμού του ΑΣΕΠ). Αλλά και ο αριθμός των αποφοίτων με πτυχίο ειδικότητας ΠΕ 02 υπερδιπλασιάστηκαν στα χρόνια που μεσολάβησαν από την εισαγωγή μου μέχρι την αποφοίτησή μου και την έξοδό μου στην αγορά εργασίας.
Ο λόγος; οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες των τότε κυβερνήσεων με τη δημιουργία πλήθους τέτοιων ή παρεμφερών σχολών ανά την επικράτεια. Το αποτέλεσμα; Η δημιουργία μιας υπερπληθώρας πτυχιούχων που συνέβαλε από κοινού με άλλους – οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες – στην ελαστικοποίηση των μορφών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα για εμάς τους εκπαιδευτικούς και δη τους φιλολόγους (φροντιστήρια), την υποαπασχόληση και τον μεγαλύτερο εφιάλτη: την ανεργία.
Και κάπου εκεί εμφανίστηκαν και τα προγράμματα της Πρόσθετης Διδακτικής Στήριξης και της Ενισχυτικής που από κοινού με την επιτυχία στον γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ έδιναν τα πολυπόθητα μόρια για μια καλύτερη θέση στον πίνακα αναπληρωτών και για μια ελπίδα στο δικαίωμα στην εργασία. Και κάπου εκεί εμφανίστηκε και το μέσον, οι πολιτικές γνωριμίες, που όσοι είχαν την τύχη να έχουν, χρησιμοποίησαν. Και κάπου εκεί εμφανίστηκαν και τα φροντιστήρια προετοιμασίας για τον γραπτό διαγωνισμό με πολύ υψηλά δίδακτρα, που όσοι υποψήφιοι είχαν τα απαραίτητα ποσά, διέθεσαν. Και κάπου αργότερα εμφανίστηκαν τα σεμινάρια και τα μεταπτυχιακά – τα περισσότερα επί πληρωμή – στην Ε.Α.Ε. Με κάποια από τα παραπάνω ή με όλα τα παραπάνω πολλοί κατάφεραν να διοριστούν ή να βρίσκονται πολύ ψηλά στους πίνακες αναπληρωτών και να έχουν κάθε χρόνο εργασία.
Από τα παραπάνω γίνεται ολοφάνερο ένα πράγμα: ότι η γενιά η δική μου, όσοι έχουμε την ηλικία των 44, πάνω- κάτω, που δεν προλάβαμε τον διορισμό με την επετηρίδα, όχι μόνο δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε τις πιο πάνω δυσμενείς για το εργασιακό μέλλον μας εξελίξεις, αλλά και σαφώς δεν ευθυνόμαστε για αυτές. Ότι η δική μου γενιά αδικήθηκε, ότι η δική μου γενιά είδε τον χώρο της εκπαίδευσης να γίνεται πεδίο πολιτικών μαγειρεμάτων, τόπος κερδοσκοπίας για διάφορους φορείς, ιδιωτικούς και δημόσιους, που εκμεταλλεύτηκαν με τον πιο αισχρό τρόπο τα όνειρα και την ελπίδα εκατοντάδων χιλιάδων εκπαιδευτικών. Είναι δίκαιο, λοιπόν, να πληρώσουμε εμείς για τις κακές πολιτικές, για τις πολιτικές σκοπιμότητες και για τις προχειροδουλειές των τότε πολιτικών ηγεσιών που έφτασαν την παιδεία, αλλά και τη χώρα στην τωρινή της κατάσταση και εμάς στο χείλος της απόγνωσης; είναι δίκαιο να καλούμαστε να ανταγωνιστούμε εμείς, που ζήσαμε σε άλλες συνθήκες, τους νεότερους που, όταν εισήχθησαν στις καθηγητικές και παιδαγωγικές σχολές, είχαν ή μπορούσαν να έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης που θα αντιμετωπίσουν και ως εκ τούτου είχαν τη δυνατότητα να σχεδιάσουν άμεσα το μέλλον τους, χωρίς να έχουν να αντιμετωπίσουν ξαφνικές ανατροπές;
Έρχομαι τώρα στο σύστημα διορισμού που προτείνετε.
Πιο συγκεκριμένα:
1. Μοριοδοτείτε τα μεταπτυχιακά, δε ζητάτε όμως συνάφεια. Εξισώνετε ακόμα τα ΠΜΣ του ενός έτους με εκείνα των δύο ετών. Προφανώς θεωρείτε ότι τα «ταχύρρυθμα» ΠΜΣ έχουν την ίδια ερευνητική και ακαδημαϊκή βαρύτητα με τα διετούς φοίτησης. Μόνο που, κύριε Υπουργέ, η έρευνα και η εξειδίκευση δεν είναι εδέσματα, που μπορούν να μαγειρευτούν στη χύτρα ταχύτητος.
2. Μοριοδοτείτε το δεύτερο πτυχίο και μάλιστα με μονάδες που ξεπερνούν το βασικό πτυχίο και προσεγγίζουν εκείνες του μεταπτυχιακού. Έτσι, υποβαθμίζετε ακόμη περισσότερο το βασικό πτυχίο, αφού ένα πτυχίο «λίαν καλώς» μοριοδοτείται με 14 μονάδες και το δεύτερο πτυχίο με 16 μονάδες! Κι αν το μεταπτυχιακό και διδακτορικό καταδεικνύουν περαιτέρω εξειδίκευση, που είναι απαραίτητη στην εποχή μας, το δεύτερο πτυχίο καταδεικνύει μια γενικότερη κατάρτιση μεν, άσχετη με την ειδικότητα για την οποία προκηρύσσεται η θέση δε.
3. Μοριοδοτείτε τη γνώση μίας ξένης γλώσσας και τη γνώση της χρήσης Η/Υ. Προσόντα, που και αυτά δικαιολογούνται σε προκηρύξεις θέσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και όχι για την πλήρωση πολύ συγκεκριμένης θέσης, εκείνης της συγκεκριμένης ειδικότητας εκπαιδευτικού.
4. Μοριοδοτείτε ελάχιστα την προϋπηρεσία (1 μονάδα μόλις /έτος), ρίχνοντας στα σκουπίδια τη διδακτική εμπειρία και απαξιώνοντας πλήρως την παιδαγωγική αρχή ότι ο καλός εκπαιδευτικός είναι ο καταρτισμένος, αλλά καλύτερος γίνεται εκείνος που εφαρμόζει τις διδακτικές του μεθόδους και παιδαγωγικές του αρχές στην τάξη, ώστε να εξελίσσεται διαρκώς.
5. Τέλος, δε δίνετε ούτε μία μονάδα στην παλαιότητα πτυχίου, δίνοντας έτσι έμμεσα το μήνυμα στους αδιόριστους καταταλαίπωρους τριανταπεντάρηδες- σαρανταπεντάρηδες εκπαιδευτικούς ότι δε δίνετε δεκάρα για την τύχη τους. Μπορούμε και να πεθάνουμε, θα σας διευκολύναμε ίσως.
Πείτε μου, σε τι διαφέρει το νέο αυτό σύστημα διορισμού από τις προηγούμενες νεοφιλελεύθερες πρακτικές, της μοριοθηρίας, της θυματοποίησης των εκπαιδευτικών που γίνονται εύκολη λεία προς εκμετάλλευση στα νύχια διαφόρων «αετονύχηδων» φορέων επιμόρφωσης; ναι, είμαστε υπέρ της διά βίου μάθησης. Το ζήτημα όμως του κόστους που συνεπάγεται για έναν άνεργο, υποαπασχολούμενο αδιόριστο ή αναπληρωτή πρέπει να το λάβετε σοβαρά υπόψη. Είναι άλλο πράγμα να επιμορφώνεται κάποιος έχοντας αξιοπρεπή εργασία – ακόμη κι αν δεν είναι δωρεάν η επιμόρφωση – κι άλλο να καλείται να το κάνει από την τσέπη του εις βάρος μάλιστα του χρόνου εργασίας που είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον ενός μόνιμου. Πόσο μάλλον, όταν για τους μονίμους εκπαιδευτικούς υπάρχουν πολλά προγράμματα επιμόρφωσης, τα οποία προσφέρονται δωρεάν.
Και αυτό συνιστά κατάφωρη αδικία, καθώς αντιτίθεται στο σύνταγμα, που ορίζει ίσες ευκαιρίες για όλους στην εργασία.
Εάν τελικά επιμείνετε σε αυτό το σύστημα μοριοδότησης χωρίς να το τροποποιήσετε προς το αντικειμενικότερο έτσι, ώστε να άρετε όλες τις αδικίες που δημιουργεί, τότε επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω, που μετά από τόσα χρόνια αγώνα, αγωνίας, σκληρής δουλειάς, κατάρτισης και αγάπης για τη διδασκαλία, μου δίνετε τη χαριστική βολή για την απεμπόλησή μου από τη δημόσια εκπαίδευση και την απόγνωση.
Με εκτίμηση,
Βάγια Τσιώλη,
Φιλόλογος, Μ.Α.»