Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Κατσίφα εγείρει μια σειρά εύλογων ερωτημάτων: Σκοτώθηκε εσκεμμένα ενώ θα μπορούσε να συλληφθεί; Γιατί η αλβανική αστυνομία εξάντλησε όλη της την αυστηρότητα απέναντι σε έναν ένοπλο Βορειοηπειρώτη, ενώ δεν επιδεικνύει την ίδια αυστηρότητα στους χιλιάδες ένοπλους χασισοκαλλιεργητές; Συνδέεται το περιστατικό ή όχι με τη χρήση εθνικών συμβόλων; Είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό, ή αποτελεί συνέχεια μιας μακρόχρονης επεμβατικής βίας της αλβανικής αστυνομίας στη Βόρειο Ήπειρο; Γιατί άραγε το περιστατικό από «ασυνήθιστη κατάσταση» χαρακτηρίστηκε έπειτα «μια υπόθεση ρουτίνας» αμερικανικού τύπου;
Όλα τα ερωτήματα, κατά τη γνώμη μου, έχουν ακριβώς την ίδια απάντηση, μια απάντηση που κρύβεται στην ταινία Funny Games του Μίκαελ Χάνεκε και σε μερικές διαπιστώσεις του Λακάν και του Ντιρκάιμ. Το Funny Games είναι ένα ευρωπαϊκό ψυχολογικό θρίλερ με μια αρκετά λιτή πλοκή: Μια οικογένεια διαμένει ήσυχα στην κατοικία της όταν εισβάλλουν στο σπίτι δύο ρωμαλέοι ξένοι, οι οποίοι θα «παίξουν» με τους κατοίκους του σπιτιού ένα παιχνίδι βίας. Η ταινία χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς του κινηματογράφου αριστούργημα, διότι, κατά κάποιον τρόπο, αναπαριστά μια λακανική φοβία που θα οριζόταν περίπου ως «η εισβολή του Κακού στην περιοχή του οικείου».
Η δράση της αλβανικής αστυνομίας από την εποχή της δικτατορίας Χότζα μέχρι σήμερα είναι ακριβώς για τους κατοίκους της ελληνικής μειονότητας μια εισβολή του Κακού στην περιοχή του οικείου. Οι παρεμβάσεις και οι ενέργειές της, κυρίως κατά τις «ασυνήθιστες καταστάσεις» όπου οι Βορειοηπειρώτες εκδηλώνουν τον σχεδόν υπαρξιακό τους αυτοπροσδιορισμό και προβάλλουν δημόσια τα δικά τους σύμβολα, είναι παρεμβάσεις ακραίας καταστολής, εντεινόμενης τρομοκρατίας και αδικαιολόγητης βίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλοι οι Βορειοηπειρώτες κατάδικοι του καθεστώτος Χότζα στις μαρτυρίες τους αναφέρουν ότι πέρα από το ταξικό είχαν να αντιμετωπίσουν κυρίως το εθνικιστικό μίσος μιας αλβανικής αστυνομίας που κάθε άλλο παρά αποκλειστικά ταξική ήταν. Εξάλλου, στο καθεστώς του Ενβέρ Χότζα η ελληνική μειονότητα αναφέρονταν πάντα ως «Μειονότητα» χωρίς το «Ελληνική».
Περιστατικών θηριωδιών του παρελθόντος
Τα παραδείγματα είναι χιλιάδες. Μπορείτε για παράδειγμα να δείτε εδώ ένα πιο πλήρες χρονικό της αστυνομικής βίας στην περιοχή. Θα σταθώ συμβολικά μόνο στα εξής: Αριστοτέλης Ξέρρας: Συλλαμβάνεται δεκαοχτώ ετών επειδή σκορπά τις νύχτες αντικαθεστωτικές προκηρύξεις στη Δερβητσάνη, ζητώντας εθνική αφύπνιση. Καταδικάζεται σχεδόν ισόβια, πεθαίνει στο κολαστήριο του Σπατς το 1978 σε απεργία πείνας. Η διοίκηση του γκουλάγκ τον έχρησε «τρελό» και «ακραίο», αλλά όλοι οι κατάδικοι τον ήξεραν μόνο ως «Ο Έλληνας (Γκρέκου)». Παρέδωσαν τα κόκκαλά του στη μάνα του έπειτα από δώδεκα χρόνια!
Οδυσσέας Κόκολης: Βορειοηπειρώτης ετών δεκαεφτά, γαλατάς του χωριού Φράστανη, στις 11 Γενάρη 1983 η αλβανική αστυνομία τον εκτελεί γιατί ήθελε να φύγει στην Ελλάδα. Έδεσε το πτώμα του πίσω από ένα τρακτέρ και τον έσυρε στα χωριά της ελληνικής μειονότητας στη Δρόπολη για παραδειγματισμό και τρομοκρατία.
Και κάτι από την περίοδο του κοινοβουλευτισμού: Φθινόπωρο 1993, με την υπ’ αριθμόν 19/13.09.93 οδηγία της αλβανικής κυβέρνησης σε όλα τα μειονοτικά σχολεία επιβάλλεται υποχρεωτική μείωση των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Αμέσως η οργάνωση της ελληνικής μειονότητας ΟΜΟΝΟΙΑ οργανώνει ειρηνική πορεία διαμαρτυρίας προς το Αργυρόκαστρο. Η αλβανική αστυνομία την καταπνίγει με ωμή κυνική βία, ποδοπατεί κόσμο, δέρνει ασύστολα, φτύνει, κλωτσά, σέρνει ανθρώπους που, αντί για όπλα, κράδαιναν μόνο πανό που έγραφαν «Θέλουμε την ελληνική γλώσσα στα σχολεία μας».
Άνοιξη-Καλοκαίρι 1994: Η αλβανική αστυνομία συλλαμβάνει σχεδόν όλα τα στελέχη της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, γύρω στα τριακόσια άτομα, καταλήγει σε πέντε, τους κατηγορεί ότι σκότωσαν Αλβανούς στρατιώτες αλλά δεν μπορεί να αποδείξει ότι τους σκότωσαν. Παρόλα αυτά τους καταδικάζει, αρχικά εις θάνατον, επειδή είχαν εκφράσει την ιδέα της αυτοδιάθεσης της ελληνικής μειονότητας (η δίκη τους έγινε ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο).
Η περίπτωση του Γκούμα
Όλη τη δεκαετία του 1990 γίνονται σταθερά παράνομες καταλήψεις από βορειοαλβανούς σε περιουσίες των Ελλήνων στην περιοχή των Αγίων Σαράντα. Ξεφυτρώνουν ολόκληρα χωριά, χωρίς καμία αστυνομική παρέμβαση. Τη δεκαετία του 2000 η αστυνομική βία μεταφέρεται κυρίως στη Χειμάρρα: εκλογική νοθεία, καταπάτηση περιουσιών και άλλα. Εκείνη την περίοδο έλαβε χώρα η εκτέλεση του Αριστοτέλη Γκούμα, έξω από το σπίτι του, από ομάδα ακροδεξιών παραστρατιωτικών.
Ο λόγος ήταν επειδή τολμούσε να μιλά ελληνικά σε αλβανικό έδαφος. Όταν τον απείλησαν να σταματήσει εκείνος τους αγνόησε. Ήταν μια δολοφονία που διεπράχθη παραμονές της εορτής του Δεκαπενταύγουστου 2010 (τι συμβαίνει επιτέλους με τις ελληνικές γιορτές!). Στην περίπτωση του Αριστοτέλη Γκούμα, η αλβανική αστυνομία προσπάθησε ξανά να θεωρηθεί το συμβάν «ασύνδετο με τη χρήση της ελληνικής γλώσσας», αν και οι φίλοι του νεκρού, που ήταν μπροστά στον αρχικό διαπληκτισμό με τους Αλβανούς ακροδεξιούς, έλεγαν ακριβώς το αντίθετο.
Τότε κάποιοι έσπευσαν να αμαυρώσουν το προφίλ του νεκρού (ένας άοπλος «ακραίος» αυτή τη φορά), και τότε πάλι η Ελληνική Πολιτεία (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) ζητά να πέσουν οι τόνοι και να μην ηρωοποιηθεί ο νεκρός (και ποιος, εν τέλει, είναι ο ηρωοποιήσιμος νεκρός για την Ελληνική Πολιτεία, ποια τα χαρακτηριστικά του;). Τελευταίο περιστατικό ο Κωνσταντίνος Κατσίφας.
Οι Αλβανοί και ο Ντυρκέμ
Γιατί, όμως, όλες αυτές τις δεκαετίες η αλβανική αστυνομία παίζει με τους κατοίκους της ελληνικής μειονότητας τόσα πολλά «παιχνίδια βίας»; Δύο πολύ σημαντικοί κοινωνιολόγοι του 20ου αιώνα, ο Καρλ Πόπερ και ο Εμίλ Ντιρκέμ, ισχυρίστηκαν ότι στις βασικές δομές συγκρότησης και συνοχής κάθε κοινωνίας υπάρχει ένα σύνολο συγκεκριμένων ηθικών αξιών, αντιλήψεων, εθίμων και κανόνων που εξασφαλίζει την ακεραιότητα της υπόστασης και της διαιώνισης αυτής της κοινωνίας, κάτι που ονομάζεται «συλλογική συνείδηση».
Στη συλλογική συνείδηση της αλβανικής κοινωνίας, λοιπόν, υπάρχει κάτι σαν ένα είδος συλλογικού ενστίκτου το οποίο, κάθε φορά που προβάλλονται τα σύμβολα της εθνικής ελληνικής μειονότητας (κυρίως στις εθνικές γιορτές που υπάρχει υπερπροβολή αυτών των συμβόλων), διαισθάνεται έναν κίνδυνο διάρρηξης της ακεραιότητάς της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ενεργοποιούνται αυτόματα οι μηχανισμοί καταστολής ενός τέτοιου κινδύνου: μυστικές υπηρεσίες, κρατικοί θεσμοί, ακροδεξιές ομάδες, «θρησκευόμενοι» πρωθυπουργοί, ΜΜΕ, αλλά, κυρίως, αστυνομική βία.
Είναι αλήθεια ότι οι Βορειοηπειρώτες, κάθε φορά που στο χώρο τους υπάρχουν εκπρόσωποι της ελληνικής Πολιτείας, αισθάνονται κάπως περισσότερο ασφαλείς, διότι θεωρούν ότι η παρουσία αυτή εξασφαλίζει και την ελεύθερη χωρίς φόβο προβολή των ελληνικών συμβόλων στην «περιοχή του οικείου». Αυτό δεν αρέσει στην αλβανική αστυνομία. Η εκτέλεση του Κωνσταντίνου Κατσίφα για τη σημαία, ακριβώς κάτω από τη μύτη των εκπροσώπων της ελληνικής Πολιτείας, έχει και έναν φοβερό συμβολισμό: «Εδώ δεν μπορεί να σας προστατεύσει κανένας. Ισχύει ό,τι ισχύει πάντα. Τους κανόνες τους ξέρετε. Καθίστε φρόνιμα».
Αλλά και η βιαστική υιοθέτηση εκ μέρους της κ. Μυρσίνης Ζορμπά των θέσεων της αλβανικής αστυνομίας και όχι των θέσεων της ελληνικής μειονότητας, που παρά τις εσωτερικές τους διαφωνίες επέδειξαν ομοφωνία και σύμπνοια επί του προκειμένου, έχει και αυτή το δικό της σημαινόμενο: «Εμένα δε με ενδιαφέρουν αυτά τα παιχνίδια βίας της αλβανικής αστυνομίας μαζί σας. Εγώ ήρθα να καταθέσω απλά ένα στεφάνι και να φύγω».
Ας σημειωθεί επίσης, κάτι που είναι λιγότερο γνωστό, ότι οι Έλληνες της Βορείου Ηπείρου δεν είχαν (ούτε ακόμα το έχουν απόλυτα) το δικαίωμα έγερσης της ελληνικής σημαίας πλην των εθνικών εορτών. Την ίδια στιγμή στα γειτονικά μουσουλμανοχώρια κυμάτιζαν επί δεκαετίες οι τουρκικές σημαίες και η αλβανική αστυνομία δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτό.
Παραπλανητική διγλωσσία
Ο πιο γνωστός ίσως διανοούμενος της σύγχρονης Αλβανίας, ο Φατός Λιουμπόνια, κατηγόρησε την κυβέρνηση Ράμα ότι έχει αναγάγει σε κυρίαρχη πολιτική της στρατηγική μια παραπλανητική διγλωσσία που εξαρτάται από τον εκάστοτε ακροατή. Όταν ακροατής είναι η Ευρώπη, χρησιμοποιεί μια γλώσσα δημοκρατική, προοδευτική, θεσμική, καταπραϋντική, συμφιλιωτική, πέραν κάθε εθνικισμού και μισαλλοδοξίας.
Όταν όμως μιλά στο εσωτερικό ακροατήριο (στο οποίο συγκαταλέγονται και οι Βορειοηπειρώτες) χρησιμοποιεί μια διαφορετική γλώσσα: ακραία εθνικιστική, βίαιη, μισαλλόδοξη, αδιαφανή, μια γλώσσα διαπλοκής και συγκάλυψης του οργανωμένου εγκλήματος και των οικονομικών ελίτ. Αυτή η διγλωσσία είναι που εξηγεί και τον επαναχαρακτηρισμό της αρχικά «ασυνήθιστης κατάστασης», στην περίπτωση του Κατσίφα, σε «υπόθεση ρουτίνας».
Όταν, δηλαδή, η αλβανική αστυνομία χαρακτηρίζει την υπόθεση «ασυνήθιστη» (αν και, προφανώς, δεν είναι), διαβλέπει την απειλή της ακεραιότητας της συλλογικής συνείδησης των Αλβανών. Γι’ αυτό και σπεύδει να ζητήσει ενισχύσεις από τις ειδικές δυνάμεις να εξολοθρεύσουν μια τόσο σοβαρή απειλή! Άρα εδώ ο δέκτης είναι ο εσωτερικός ακροατής.
Όταν ο Κατσίφας, τις ιδέες και το αυτονομιστικό προφίλ του οποίου γνώριζαν καιρό πριν οι αλβανικές αρχές, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες των Αλβανών κομάντος, το συμβάν κατευθείαν αποσυνδέεται από την εθνική εορτή, από τη χρήση εθνικών συμβόλων. Θεωρείται απομονωμένο και μετατρέπεται σε υπόθεση ρουτίνας που συμβαίνει σε όλες τις αστυνομίες του δυτικού κόσμου. Κι αυτό, διότι, πλέον, συνομιλητής είναι ο διεθνής παράγοντας (εξ’ ου και η δήλωση προέρχεται από το υπουργείο Εξωτερικών) οπότε: μάχη κατά της τρομοκρατίας, #PRAY FOR ALBANIA κ.τ.λ.
Να μη σας ξαναδώ μπροστά μου
Κλείνω με τον Τσάβο, ως ένα συμβολικό σημείο στην ιστορία της αντίστασης κατά της μακρόχρονης αστυνομικής βίας στην ελληνική μειονότητα. Ο Σταύρος Γκούτζος (1950-2018) ή Τσάβος υπήρξε έγκλειστος για 17 ολόκληρα χρόνια στα αλβανικά γκουλάγκ, επειδή ήθελε να δει με τα μάτια του την Ελλάδα. Για πολλά χρόνια ήταν στο ίδιο κελί στις φυλακές του Μπουρρέλι με το Φατός Λιουμπόνια, τον μετέπειτα σημαντικότερο εκπρόσωπο της αλβανικής διανόησης.
Σε ένα από τα βιβλία του, ο Λιουμπόνια γράφει για τον Τσάβο περίπου τα εξής: «Ο Τσάβος είχε έναν ιδιαίτερο και θαρραλέο τρόπο να αντιστέκεται στους αστυνομικούς. Κάθε φορά που οι δεσμοφύλακες τον διέταζαν οτιδήποτε, εκείνος τους έλεγε ότι δεν υπακούει παρά μόνο με βία. Αυτό άρχισα να τους λέω κι εγώ. Μας έπαιρναν τότε σηκωτούς και μας σάπιζαν στο ξύλο, όμως δεν λυγίζαμε».
Η φιλία αυτών των δύο ανδρών μέσα στα κάτεργα του καθεστώτος Χότζα είναι ταυτόχρονα ένα μάθημα αλληλεγγύης μεταξύ των δύο λαών. Ο Τσάβος καταδικάστηκε τρεις φορές εις θάνατον από το καθεστώς. Όταν τον ρώτησαν πάνω στο ξυλοκρέβατο των μελλοθανάτων ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία, τους είπε: «Ναι, έχω μια τελευταία επιθυμία: Να μη σας ξαναδώ στα μάτια μου! Εγώ θέλω να δω μόνο την Ελλάδα».
* Ο Αχιλλέας Σύρμος έχει γεννηθεί στη Δερβητσάνη της Βορείου Ηπείρου. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλολογίας και το άρθρο του έχει πρωτοδημοσιευτεί στην ιστοσελίδα www.slpress.gr