Με καταμετρημένο πλέον το 100% των εκλογικών τμημάτων στο δημοψήφισμα που έγινε στην πΓΔΜ θα παρατηρήσουμε δύο στοιχεία:
- Το πρώτο είναι ότι το ποσοστό του «ναι» στο δημοψήφισμα φτάνει στο 91,46%(609.813 ψήφοι) και
- Δεύτερον ότι η συμμετοχή των πολιτών της γειτονικής χώρας ανήλθε στο 36,91% (666.743 ψηφοφόροι), και εδώ θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας ότι από αυτούς που πήγαν να ψηφίσουν το 5,65% (37.700 ψήφοι) ψήφισαν κατά της συμφωνίας των Πρεσπών.
Έτσι με αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το αποτέλεσμα και να δούμε τι συμπεράσματα μπορούν να βγουν.
Αρχικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το δημοψήφισμα στην πΓΔΜ ήρθε να επιβεβαιώσει, ότι ανεξάρτητα από ποιοι είναι οι σχεδιασμοί που γίνονται «από τα πάνω», πάντα υπάρχουν οι δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας, οι οποίες πολλές φορές τους ανατρέπουν. Εδώ πια γίνεται ξεκάθαρο ότι η συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν αποτέλεσμα το οποίο προέκυψε μέσα από διεργασίες που έγιναν στις κοινωνίες των δύο γειτονικών κρατών.
Αντίθετα διαπιστώνουμε ότι ήταν ένας σχεδιασμός σε επίπεδο ανωτάτου πολιτικού δυναμικού με συνθήκες μυστικής διπλωματίας και πάντα κάτω από την πίεση του διεθνή παράγοντα με κυρίαρχο τις ΗΠΑ αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επίσης ένα άλλο στοιχείο που δεν θα πρέπει να μας διαφύγει είναι ότι και στην Ελλάδα Και στην πΓΔΜ οι κυβερνήσεις που βρίσκονται στην εξουσία εκπροσώπησαν το αίτημα για πολιτική αλλαγή. Στην μεν Ελλάδα, ενάντια στα μνημόνια στη δε πΓΔΜ ενάντια στη διαφθορά, όμως σε καμία από τις δύο χώρες δεν τέθηκε, στις αντίστοιχες προεκλογικές εκστρατείες του 2015 στην Ελλάδα και του 2016 στα Σκόπια, το ζήτημα ότι θα έπρεπε να υπάρξει αμοιβαία υποχώρηση για να υπάρξει η συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό από μόνο του είναι που λέει πολλά.
Ενδεικτικό της απόκρυψης του ζητήματος είναι ότι στην Ελλάδα το Σκοπιανό ήταν σε πολύ χαμηλή θέση στην προεκλογική περίοδο. ο Αλέξης Τσίπρας μάλιστα στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβέρνησης του έκανε αναφορά στο ζήτημα θέτοντας ως στόχο την «εξεύρεση, στο πλαίσιο συνομιλιών υπό τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, αμοιβαία αποδεκτής λύσης στη διαφορά για όνομα με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, στη βάση μίας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις», στην αντίστοιχη δε ομιλία του τον Οκτώβριο του 2015, στις επόμενες προγραμματικές δηλώσεις, δεν έκανε κάποια συγκεκριμένη αναφορά.
Πώς φτάσαμε στη συμφωνία των Πρεσπών
Καταλύτης για να έχουμε αυτές τις εξελίξεις ήταν η προοπτική της ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, γιατί αυτό ήταν μία προτεραιότητα από τη μεριά των ΗΠΑ ώστε να εξασφαλίσουν θετικό συσχετισμό στα Δυτικά Βαλκάνια στον ανταγωνισμό τους με τη Ρωσία. Σε αυτό δε βοήθησε και η προσπάθεια της Ε.Ε. για διεύρυνση της με τη Γερμανία να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα Σκόπια.
Άλλο δεδομένο είναι ότι η κυβέρνηση Ζάεφ θεώρησε ότι θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει τις ενταξιακές διαδικασίες και άρα να καταφέρει αυτό που δεν κατάφεραν κυβερνήσεις του κατάφεραν οι κυβερνήσεις του VMRO, δηλαδή την ένταξη στο ΝΑΤΟ και την έναρξη ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ.
Η κυβέρνηση Τσίπρα από μεριά της θεώρησε πως θα μπορούσε να διευκολύνει τα αμερικανικά σχέδια και άρα να έχει μία συνολικά ευμενέστερη μεταχείριση και σε άλλα ζητήματα όπως π.χ. το χρέος κι εκτίμησε ότι θα μπορούσε να έχει πολιτικά οφέλη από την επίλυση μιας μακροχρόνιας εκκρεμότητα, ιδίως από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεκάθαρη πρόταση υπέρ του συμβιβασμού στο ονοματολογικό.
Τα προβλήματα της συμφωνίας των Πρεσπών
Το μεγαλύτερο πρόβλημα από την αρχή ήταν κατά πόσο θα γινόταν αποδεκτή από τα αντίστοιχα εκλογικά σώματα αυτή η συμφωνία.
Στην Ελλάδα, με τον τρόπο που είχε δομηθεί τόσα χρόνια η πολιτική συζήτηση για το ζήτημα αυτό, είχε διαμορφώσει σε ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος μεγάλη ευαισθησία για το θέμα του ονόματος.
Επιπλέον σημαντικό μέρος της κοινωνίας διαπιστώνοντας ότι υπάρχει στη χώρα του μειωμένη Εθνική κυριαρχία λόγω των μνημονίων, άρχισε να εκνευρίζεται και να μην μπορεί να δεχθεί αυτή την απαράδεκτη υποχώρηση και αυτό μπορεί να εξηγήσει την αρνητική τοποθέτηση της κοινής γνώμης έναντι της συμφωνίας..
Απλά άλλη μεριά στα Σκόπια σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος θεωρούσε ότι σύνθετη ονομασία αποτελεί μία ακόμη υποχώρηση και μία ακόμη εκχώρηση κρίσιμων στοιχείων ταυτότητας. Όλα αυτά αν τα συνδυάσουμε με την εσωτερική πολιτική διαίρεση στην πΓΔΜ και την διατήρηση πόλωσης ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση του VMRO τότε αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το τοπίο στο οποίο διεξήχθη το δημοψήφισμα.
Τέλος ένα άλλο πρόβλημα, που κανένας δεν είχε προβλέψει ήταν η παρέλαση ξένων παραγόντων για να πειστούν οι ψηφοφόροι και να υπερψηφίσουν το «ναι», κάτι που έγινε και στο δημοψήφισμα στην Ελλάδα και ουσιαστικά και αυτό όπως και των Σκοπίων είχε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.
Οι ψηφοφόροι στα Σκόπια είχαν άλλη γνώμη από αυτή που ήθελαν να τους επιβάλλουν
Με αυτά τα δεδομένα φτάσαμε στο δημοψήφισμα. Το μεγάλο στοίχημα ήταν να υπάρξει συμμετοχή άνω του 50% που θα καθιστούσε έγκυρο το αποτέλεσμα ενός και θα διαμόρφωνε ασφυκτική πίεση στο σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της ΠΓΔΜ, ώστε αυτές να στηρίξουν την συνταγματική αναθεώρηση και τις άλλες θεσμικές αλλαγές που περιλάμβανε η συμφωνία.
Η κυβέρνηση Ζάεφ αυτό το στοίχημα το έχασε. Η συμμετοχή ήταν μικρή και μάλιστα ήταν μικρή ακόμα και στις αλβανικές περιοχές (αφού ούτε και εκεί ξεπέρασε το 50%), παρά την ομόθυμη στήριξη των κομμάτων τους στο ναι.
Η μικρή συμμετοχή (μόλις ένας στους 3) δεν αντισταθμίζεται από το συντριπτικό ποσοστό του «ναι» (πάνω από 91%), ακόμη και εάν δεχτούμε ότι οι ψήφοι του «ναι» θα ήταν κοντά σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε εκλογές με συμμετοχή ανάλογη με αυτή του 2016 (όταν ψήφισαν 1.191.832 πολίτες).
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δείχνει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των πολιτών της πΓΔΜ θεώρησε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελούσε τελικά μια απαράδεκτη υποχώρηση και προτίμησε να διακηρύξει ότι δεν απεμπολεί τον αυτοπροσδιορισμό του.
Όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων στην ΠΓΔΜ είναι δεδομένη
Παρότι ο κ. Ζάεφ δήλωσε ότι θα προσφύγει στη Βουλή για την προώθηση της συνταγματικής αναθεώρησης και παρότι ανάλογη θέση πήραν και οι εκπρόσωποι των αλβανικών κομμάτων και σύμμαχοί του στην κυβέρνηση, φαίνεται ότι θα είναι αρκετά δύσκολο να αποφύγει την προσφυγή στις κάλπες μιας της λείπουν 11 βουλευτές και μέσω των εκλογών ελπίζει ότι θα διαμορφωθεί ένας καλύτερος συσχετισμός που θα μπορούσε να εγκρίνει τα υπόλοιπα βήματα.
Πάντως τόσο οι δηλώσεις του ηγέτη του VMRO Χρίστιαν Μίτσκοσκι «ότι η συμφωνία δεν περνάει. Είναι μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που δεν ψήφισαν ή ψήφισαν “Όχι” από εκείνους που ψήφισαν “Ναι”», όσο και οι καταγγελίες για νοθεία, δείχνουν ότι η αντιπολίτευση δεν πρόκειται να διευκολύνει την κυβέρνηση Ζάεφ, παρ’ ότι το VMRO δεν είναι είναι έτοιμο να πάει σε εκλογές λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει (ο ιστορικός ηγέτης του Νίκολα Γκρουέφσκι κινδυνεύει να βρεθεί στη φυλακή και το κόμμα είναι πολυδιασπασμένο). Πάντως, ο Ζάεφ θα μπορούσε να ελπίζει ότι θα έπαιρνε σημαντικό μέρος από σχεδόν 600.000 ψήφους υπέρ του «ναι».
Τι θα κάνει η ελληνική κυβέρνηση
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πηγαίνει πίσω το συνολικό της σχεδιασμό και διαμορφώνει αρνητική εικόνα για τη συμφωνίας των Πρεσπών, λόγω της έντονης δυσπιστία του εκλογικού σώματος των Σκοπίων κάτι που συμμερίζεται μεγάλο μέρος του ελληνικού εκλογικού σώματος.
Ο Αλέξης Τσίπρας χρειαζόταν μια θετική απήχηση της συμφωνίας στην πΓΔΜ και ένα σαφή βηματισμό για τη συμφωνία, κάτι που τώρα δεν υπάρχει.
Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί το περιθώριο χρόνου που δημιουργείται. Όσο καθυστερεί η στιγμή που θα κληθεί η ελληνική Βουλή να επικυρώσει τη συμφωνία, τόσο θα αποφεύγει και η κυβέρνηση Τσίπρα τον κίνδυνο να διαρραγεί η συνοχή της μέσα από τη ρήξη με τον Πάνο Καμμένο. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα μπορεί να υποστηρίζει ότι ενώ αυτή έκανε ό,τι μπορούσε, ήταν η πΓΔΜ που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων.
Πέρα όμως από όποια διαχείριση η κυβέρνηση Τσίπρα, είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι, πλέον έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την εσωτερική δυσπιστία της κοινής γνώμης, αλλά και την κριτική ότι προσπάθησε να δεσμεύσει την εξωτερική πολιτική σε μια συμφωνία που δεν είναι δεδομένο ότι θα ευοδωθεί.