Όπως έχω γράψει κατ’ επανάληψη, τα αυτιά μου είναι κολλημένα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς όταν έχω την ευχέρεια να ακούω στα διαστήματα του ελεύθερου χρόνου μου. Δηλώνω «ραδιοφωνιτζής» από τα γεννοφάσκια μου και αυτό ξεκίνησε από τον πατέρα ο οποίος ήταν κολλημένος στο ραδιοφωνάκι που υπήρχε στο σπίτι. Πέρασε μέσα μου ως… μοντέλο καθημερινότητας.
Πολύ αργότερα, όχι μόνο ως ακροατής αλλά και επαγγελματικά, βρέθηκα μπροστά στο μικρόφωνο να αναλαμβάνω την παραγωγή εκπομπών τόσο σε κρατικά, όσο και σε ιδιωτικά ραδιόφωνα επί 35 συναπτά χρόνια…
Το χούι λοιπόν δεν κρύβεται και η συνήθεια αυτή δεν ξεπερνιέται. Γιατί να το ξεπεράσω; Εξάλλου, το ραδιόφωνο ως μέσον επικοινωνίας και ψυχαγωγίας είναι πολύ καλός καθημερινός σύντροφος. Τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης, δεν περιορίζομαι μόνο στη θέση ενός απλού ακροατή αλλά γίνομαι και παρατηρητής λεκτικών ατοπημάτων, ακατάλληλων μουσικών μεταδόσεων, της αισθητικής «γραμμής» του συνόλου, τις πολιτικές επιρροές και εξαρτήσεις, και άλλα πολλά… Τέτοιο ραδιόφωνο που να μην περιέχει αυτά τα στοιχεία, λυπάμαι αλλά δεν υπάρχει, εκτός αν πάμε σε πολύ «ειδικά» ραδιόφωνα (Τρίτο πρόγραμμα, Kosmos, κλπ) τα οποία δημιουργήθηκαν με εντεταλμένη αποστολή να έχουν στα προγράμματά τους αποκλειστικά πολιτιστικό ή μουσικό προσανατολισμό.
Το κάθε ραδιόφωνο εκφράζει το στίγμα του διευθυντή του ή της ομάδας, του Ομίλου, του Συγκροτήματος, ή ακόμα και του κόμματος που το συνέστησε.
Σε ένα έμπειρο αυτί, το ραδιόφωνο αυτό αποκαλύπτεται μέσα σε λίγα λεπτά από σημαίνουσες λεπτομέρειες. Η γλώσσα, οι φιλοξενούμενοι, οι λεκτικές συμπεριφορές, η διάρθρωση του προγραμματισμού, το είδος και η χρήση τής μουσικής. Είναι στοιχεία τα οποία «συνθέτουν» την… καταγωγή και τη ρίζα τού κάθε ραδιοφώνου. Ιδιαίτερα τα δελτία ειδήσεων με τις εμμονές σε πρόσωπα και σε καταστάσεις, δηλώνουν εμφανώς τις μερικές ή τις εξ ολοκλήρου εξαρτήσεις από τα διευθυντήριά τους (βλέπε ΕΡΤ, ΣΚΑΙ).
Ιστορίες παλαιές και γνώριμες θα μου πείτε, όμως, όλη αυτή η παλαιά ιστορία μπορεί να… εγγυηθεί πως με αυτή την κατάσταση, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη, οι ραδιοφωνικές μεταδόσεις θα είναι εγκλωβισμένες και αγκυλωμένες για τα επόμενα 100 χρόνια…
Υπάρχει βεβαίως η άποψη, η οποία είναι ευρέως γνωστή, πως τα ραδιόφωνα (και τα υπόλοιπα μίντια) στήνονται από εκείνους που επιζητούν και στοχεύουν στο κέρδος και στην προβολή των προϊόντων τους. Ας το πάρουμε σοβαρά αυτό το επιχείρημα, αφού είναι μια γενική ομολογία και παραδοχή. Τα ΜΜΕ δεν είναι ιδρύματα προώθησης πολιτιστικών προϊόντων αλλά έχουν να κάνουν με τη σκληρή αγορά μέσα στο ανταγωνιστικό πλαίσιο του καταναλωτισμού και του καπιταλιστικού ανακλαστικού, με αποκλειστικό στόχο το κέρδος και τις χρηματικές συναλλαγές.
Στη σημερινή εποχή δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη σκέψη. Επομένως, και τα ραδιόφωνα είναι «μαγαζιά» που εκθέτουν τα προϊόντα τους όπως στις λαϊκές αγορές ή έστω στα… υπερκαταστήματα με πιο πολύ λούστρο, στα Mall! Ούτως ή άλλως, ο ρόλος τους (των ραδιοφώνων, όπως και των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών) είναι να προβάλλουν αυτό το λούστρο, αυτή την επιφάνεια, τη βιτρίνα και να εκπέμπουν ένα κλίμα σχετικό με τα λαμπερά και πάντα χαμογελαστά πρόσωπα, να ευνοούν τη λαμπερή ζωή, να δημιουργούν αντί της πραγματικότητας εκείνην της φωνητικής παρουσίασης με περιτύλιγμα σε ιλουστρασιόν χαρτί…
Και έρχονται τα τραγούδια. Τι άλλο από τα μοδάτα άσματα με τους ερμηνευτές της διαφήμισης και της μόδας; Τους λεγόμενους και δημοφιλείς; Πώς αλλιώς θα συνάδουν με το «μαγαζί»; Θα ευνοηθεί ασφαλώς το σύγχρονο τραγούδι με τον πιο μπιτάτο ρυθμό και τις κουτοπόνηρες μοντερνιές με τα ηλεκτρονικά λουπαρίσματα επί των παλαιότερων ηχογραφήσεων, έτσι για να τονωθεί το ενδιαφέρον της νεολαίας για τα παλαιότερα ακούσματα…
Πώς να ανιχνεύσεις πλέον τις αντοχές των τραγουδιών τού ελληνικού ρεπερτορίου όταν τα ραδιόφωνα σήμερα δεν παραχωρούν χώρο σε παλαιές τραγουδιστικές δισκογραφικές παραγωγές, οι οποίες, επί πλέον, έφτιαξαν την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, διαμορφώνοντας ρίζες βαθιές;
Εάν η συντριπτική πλειοψηφία των ραδιοφώνων, σήμερα, αδιαφορεί να χτίσει γέφυρες με το παρελθόν των τραγουδιών, ουσιαστικά είναι σαν να αρνείται μια τέτοια αλυσίδα χρόνου.
Η πλειοψηφία των σημερινών ραδιοφώνων θέλει να τοποθετηθεί σαν το alter ego της τηλεοπτικής αντίληψης. Ζηλεύει την τηλεόραση και προσπαθεί απεγνωσμένα να γίνει ο… αντ’ αυτού. Δεν μπορεί να παραδεχτεί πως δεν διαθέτει εικόνα δεδομένη, παρά μόνο τη φαντασία τού ακροατή και ευτυχώς αυτό το στοιχείο δεν θα λείψει ποτέ από τα ραδιόφωνα. Αυτό είναι και το ισχυρό, το ακαταμάχητο «όπλο» τού ραδιοφώνου απέναντι στους παντός είδους ανταγωνιστές του και σε αυτό θα πρέπει όσοι δουλεύουν σε ραδιόφωνα να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους.
Το ραδιόφωνο είναι ακουστικό μέσον. Είναι ακρόαμα, όχι θέαμα. Το μόνο που το κάνει ξεχωριστό είναι η φαντασία τού ακροατή, η οποία θα πλάσει τις δικές της εικόνες.
Πολλά από τα προγραφόμενά μου, είναι για πολλούς αυτονόητα αλλά ίσως και ξεχασμένα. Τα παντός είδους ραδιόφωνα (αναλογικά, ηλεκτρονικά, διαδικτυακά) θα πορευτούν με τον κλασικό τρόπο, όσο οι τεχνολογίες βελτιώνουν το σήμα, τη συχνότητα, τον ήχο, τη μετάδοση κλπ. Θα παραμείνουν πάντα ένας σοβαρός ανταγωνιστής τής εύκολης εικόνας τής τηλεόρασης. Αρκεί, τα ραδιόφωνα να ξεπεράσουν τη συντηρητική αντίληψη ενός λαθεμένου εκσυγχρονισμού τού ίδιου του μέσου…
*Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης