Σε λίγες μέρες το πρώτο κουδούνι θα ακουστεί σε όλα τα σχολεία της χώρας… Ή τουλάχιστον σε όσα από αυτά θα έχουν στελεχωθεί εγκαίρως. Η επιστροφή στις αίθουσες είναι μια ευκαιρία να αναρωτηθούμε αν τελικά έχουμε το σχολείο που ονειρευόμαστε. Το σχολείο που αξίζει στους μαθητές μας.
Η ανάπτυξη και η προώθηση της Καινοτομίας στην Εκπαίδευση αποτελεί εδώ και χρόνια έναν από τους βασικούς στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ (ΟΟΣΑ, 2015), καθώς είναι κοινή διαπίστωση ότι η ευημερία και η ανάπτυξη βρίσκονται εκεί που η καινοτομία συναντιέται με τις επενδύσεις στην επιστημονική γνώση, στην τεχνολογία, στα αποτελέσματα της έρευνας και στο ανθρώπινο δυναμικό.
Σε σχέση με το ελληνικό σχολείο, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ (2015) αναδεικνύουν την πληθώρα δυσλειτουργιών του εκπαιδευτικού συστήματος, που οφείλονται κυρίως στις προτεραιότητες και τους στόχους της εκπαιδευτικής πολιτικής της χώρα μας (Γλαρέτζου, 2013). Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επικεντρώνει την διδασκαλία του στην απόκτηση βασικών ακαδημαϊκών γνώσεων, παραγκωνίζοντας την ανάπτυξη δεξιοτήτων απαραίτητων για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων. Είναι ένα σύστημα που εστιάζει στην αποστήθιση, προωθεί την έντονη βαθμοθηρία και παραμένει βαθύτατα δασκαλοκεντρικό, δυσχεραίνοντας την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. Επιπρόσθετα στην Ελλάδα δεν προωθείται η αξιολόγηση της εκπαίδευσης που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε επανατοποθέτηση των στόχων και αναδιάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ώστε να καταστεί αποτελεσματικότερο.
Οι εκθέσεις του ΟΟΣΑ (2015) σημειώνουν πως η ευημερία της Ελλάδας εξαρτάται από την βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Αυτό συνεπάγεται την αναγκαιότητα βελτίωσης των αδυναμιών και των κακώς κειμένων του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές που οφείλουν να γίνουν, θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τις «καλές πρακτικές» εκπαιδευτικών συστημάτων που θεωρούνται πρότυπα, χωρίς ωστόσο να παραβλέπουν την ιστορία, τον πολιτισμό και την κουλτούρα της Ελλάδας.
Σε ένα περιβάλλον που συνεχώς μετασχηματίζεται, δίνοντας έμφαση στην τεχνολογία και την οικονομία (Davis & Daley, 2008), το ελληνικό σχολείο πρέπει να στοχεύει στην ενίσχυση της αποδοτικότητάς του μέσα από την προσαρμογή των καλών πρακτικών ενός άριστου συστήματος όπως του Φιλανδικού (σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ). Η εκπαιδευτική μονάδα καλείται να αναλάβει την ευθύνη του σχεδιασμού ενός «νέου» σχολείου, που θα διαχειρίζεται με επιτυχία τις αλλαγές, προς το συμφέρον της εκπαιδευτικής κοινότητας. Το νέο σχολείο, ως ανοιχτό σύστημα, οφείλει να είναι φορέας αλλαγών, προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας (Hopkins, 2001; Fullan, 2007). Ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου του αποτελεί πρόκληση και προϋποθέτει τον μετασχηματισμό της σχολικής μονάδας σε έναν «οργανισμό που μαθαίνει».
Ο οργανισμός μάθησης είναι ευέλικτος και καταφέρνει να προσαρμοστεί με ταχύτητα στις νέες συνθήκες. Μέσα σε αυτόν οι άνθρωποι δημιουργούν και αναπτύσσουν τις δυνατότητες τους (Senge, 1990). Ενθαρρύνονται να συνεργάζονται, να καινοτομούν, να ρισκάρουν και να εξερευνούν. Τα λάθη δεν τιμωρούνται. Αντίθετα αντιμετωπίζονται ως αφορμή για επαναπροσδιορισμό της πορεία του οργανισμού.
Στο νέο σχολείο είναι ευκαιρία να επαναπροσδιοριστούν οι μέθοδοι διδασκαλίας και το περιεχόμενο του αναλυτικού προγράμματος, ώστε να ανταποκρίνονται στις εξατομικευμένες ανάγκες των μαθητών. Να πραγματοποιηθεί η μετάβαση από έναν διεκπεραιωτικό διευθυντή, σε έναν ματασχηματιστικό ηγέτη, που θα επιτρέπει στους συνεργάτες του να λειτουργούν με τρόπο ευέλικτο και δημιουργικό, μέσα σε κλίμα ασφάλειας και αποδοχής (Μπουραντάς, 2005). Το κοινό όραμα, καθώς και η ανάληψη πρωτοβουλιών και ρίσκων, θα συμβάλλον στην εγκαθίδρυση μιας νέες κουλτούρας, που θα προάγει τη χρήση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Η εισαγωγή καινοτομιών θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του σχολείου, συμβάλλοντας στη βελτίωση της επίδοσης των μαθητών (Hill, 2001). Προς αυτή την πορεία οι εκπαιδευτικοί καλούνται να επιτύχουν, μέσα από τον διάλογο και τις συναινετικές αποφάσεις σε θέματα λειτουργίας της μονάδας (Μπουραντάς, 2005). Τέλος, το σχολείο, εκπληρώνοντας τον κοινωνικοποιητικό του ρόλο είναι ευκαιρία να αναδιοργανώσει τη λειτουργία του και να μετατραπεί σε ένα ανοιχτό στην κοινωνία σύστημα και να ενισχύσει τη συνεργασία του με αυτή (Perrenoud, 1999).
Θα πρέπει να σημειωθεί πως η προσπάθεια για μεταβολή των παραδοσιακών μεθόδων διοίκησης και διδασκαλίας συναντά δυσκολίες στον ελλαδικό χώρο. Κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εκπαιδευτικοί δεν εμφανίζονται πρόθυμοι να προβούν σε αλλαγές και να ενσωματώσουν καινοτομίες στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό οφείλεται στη μειωμένη παροχή κινήτρων από την κεντρική εξουσία, που στις περισσότερες περιπτώσεις προβάλλει εμπόδια, παρά ενισχύει τις καινοτόμες προσπάθειες. Ταυτόχρονα, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι βαθιά συγκεντρωτικό και εμφανίζει δυσκαμψία στο να διαμοιράζει τις εξουσίες (Κατσαρός, 2008). Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν αποκλειστική αποστολή τους τη διδασκαλία. Αποφεύγουν, λοιπόν, να αναλάβουν διοικητικά καθήκοντα, γεγονός που επιδρά αρνητικά στη λειτουργία της μονάδας (Μπρίνια, 2008). Κατά συνέπεια, η αλλαγή προς το συνεργατικό μοντέλο διοίκησης, που πρεσβεύει ο «οργανισμός μάθησης», προσκρούει σε εμπόδια. Επιπρόσθετα, οι παγιωμένες αρχές, πρακτικές και αξίες δεν είναι εύκολο να αναθεωρηθούν, καθώς προκαλούν φόβο και ανασφάλεια στα μέλη της μονάδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται τις αλλαγές ως απειλές και συχνά να τις απορρίπτουν (Ζαβλανός, 2017). Τέλος, δεν είναι λίγες οι φορές που η σχέση του σχολείου με το κοινωνικό περιβάλλον είναι ανύπαρκτη, προκαλώντας εντάσεις και παρεμποδίζοντας την αλληλεπιδρασή τους (Σταμέλος & Μπαρτζάκλη, 2005).
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές πως η αλλαγή κουλτούρας αποτελεί μονόδρομο και πρόκληση για το σύγχρονο ελληνικό σχολείο. Στους κόλπους του η γνώση πρέπει να προσεγγίζεται μέσα από σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες και δράσεις βελτίωσης της αλληλεπίδρασης με το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η εξατομικευμένη προσέγγιση της μάθησης, η καινοτομία και η ενθάρρυνση της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας είναι στοιχεία που οφείλουν να αποδεχτούν όλοι προκείμενου να καταστούν εφικτά. Το νέο περιβάλλον είναι παραγωγικότερο όταν ενθαρρύνονται η συνεργασία, ο διάλογος, το ρίσκο και η αλλαγή. Τέλος, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως το σχολείο που μπορεί να αντιλαμβάνεται τις εξελίξεις στο περιβάλλον του και να προσαρμόζεται σε αυτές μέσα από καινοτόμες δράσεις είναι ένα σχολείο παραγωγικότερο και αποτελεσματικότερο, που βελτιώνει συνεχώς την ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης. Εξάλλου, ένα σχολείο με βαθιές γνώσεις, σε μαθαίνει όχι μόνο να διαβάζεις αλλά επίσης να εξερευνείς και να καινοτομείς.
Προηγούμενα άρθρα
- Κατερίνα Μπλιάτζα: 35.000 παιδιά εκτός παιδικών σταθμών λόγω έλλειψης υποδομών
- Κατερίνα Μπλιάτζα: Τόσο λίγοι. Τόσο ανίκανοι. Τόσο επικίνδυνοι.