Η διαφθορά είναι ένα από τα πιο μεγάλα – ίσως και το μεγαλύτερο – προβλήματα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δεν υπάρχει καμιά δημοκρατική χώρα σήμερα χωρίς προβλήματα διαφθοράς και παράνομων συναλλαγών. Προφανώς δεν έχει την ίδια διάσταση σε όλα τα κράτη και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι όσο ισχυρή και ουσιαστική είναι η δημοκρατία τόσο λιγότερα τα φαινόμενα διαφθοράς.
Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαφθορά είναι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των αυταρχικών καθεστώτων, όπου αποτελεί εκεί μια γενικευμένη και «νομιμοποιημένη» λειτουργία του κράτους και της πολιτείας. Και αυτό οφείλουμε να το έχουμε κατακτήσει ως μια βαθιά συνειδητοποίησή μας, γιατί ακριβώς τα αυταρχικά καθεστώτα πριν επιβληθούν χρησιμοποιούν δημαγωγικά και υποκριτικά ανάμεσα στα άλλα φενακισμένα προτάγματά τους τα διάφορα φαινόμενα διαφθοράς των δημοκρατικών καθεστώτων για να διαμορφώσουν ένα λαϊκό / λαϊκίστικο πρόσφορο έδαφος.
Πριν εισέλθουμε στο κύριο θέμα μας πρέπει να σημειώσουμε μερικά γενικότερα ζητήματα. Η διαφθορά δεν είναι αποκλειστικό δημιούργημα της δημοκρατίας ούτε φυσικά η δημοκρατία μπορεί να θεωρείται ως το τέλειο πολίτευμα, ως ιδανικός τύπος οργάνωσης της πολιτικής, αλλά ως ο καλύτερος συγκριτικά θεσμός για την ανάπτυξη και την πρόοδο των κοινωνιών. Επίσης, μόνο στη δημοκρατία μπορούν να βγαίνουν στην επιφάνεια τα φαινόμενα διαφθοράς και να επιζητείται με συστηματικό τρόπο η αντιμετώπισή τους.
Οφείλουμε να αναλύσουμε τις αιτίες που προκαλούν τη διάβρωση της δημοκρατίας και της πολιτικής, για να μπορούμε να έχουμε την καλύτερη δυνατή εικόνα και για να στεκόμαστε απορριπτικά και δημιουργικά στην αντιπαράθεσή μας με τη διαφθορά. Η λατρεία του χρήματος και η αναγωγή του σε υπέρτατη αξία είναι ίσως ο πιο βασικός παράγοντας. Όταν τα πάντα ανάγονται στη σφαίρα της εμπορευματοποίησής τους, όταν κατισχύει μια απόλυτα καθολικά οικονομίστικη θεώρηση, τότε προλειαίνουμε το έδαφος για την παράνομη συναλλαγή. Όλα τα σχετικά μεγάλα σκάνδαλα ξεκινάνε από τις λειτουργίες της αγοράς, όπου το λάδωμα στους σχετικούς αξιωματούχους τείνει να γίνει θεσμός. Πρόκειται για μια δήθεν ελευθερία και διαφάνεια σε «διαγωνισμούς» μεγάλων ή μικρών έργων και ιδιαίτερα όταν αυτοί αφορούν το κράτος.
Η ίδια η αντίληψη και η πρακτική της εξουσίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαφθορά. Οι άνθρωποι της εξουσίας θεωρώντας ότι έχουν δύναμη επί της κοινωνίας και επί των πολιτών και ότι οι νόμοι δεν τους αφορούν – αφού αυτοί μπορούν να τους θεσμοθετούν και να τους ανατρέπουν- αυτοχρίζονται ως οι τελικοί ερμηνευτές της νομιμότητας. Επίσης εκτιμούν ότι προφυλάσσονται από τη δύναμη της εξουσίας, αφού ο οποιοσδήποτε τους αμφισβητήσει μπορεί να αντιμετωπίσει την ισχύ της με πολλαπλό τρόπο.
Οι άνθρωποι του χρήματος και της εξουσίας προσλαμβάνουν την ισχύ τους – που δεν είναι ισχύς αυτόνομη αλλά ετερόνομη – ως ασπίδα έναντι οποιασδήποτε κριτικής. Δεν έχουν καμιά σχέση με τη νομιμότητα και τη διαφάνεια του δημόσιου χρήματος. Θεωρούν τον εαυτό τους ως συστατικό κομμάτι της άρχουσας τάξης, η οποία ούτως ή άλλως απολαμβάνει και μια ιδιαίτερη θεσμική και νομοθετική προστασία. Η συνείδησή τους έχει αμβλυνθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν προσλαμβάνουν την παρανομία τους ως αδίκημα αλλά λίγο – πολύ ως μια ιδιαίτερη αντιμετώπιση λόγω της θέσης τους!
Το έλλειμμα νομιμότητας και διαφάνειας στα σύγχρονα κράτη δεν οφείλεται απλά και μόνο στην παρακμιακή λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και στην ασυδοσία των δυνάμεων της αγοράς. Συνδέεται με την μη ορθολογική λειτουργία των θεσμών. Ανεξάρτητα από την κριτική που γίνεται για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η Δικαστική εξουσία για να έχει νόημα στην καταστατική της σύλληψη είναι υποχρεωμένη να διασφαλίζει τη νομιμότητα.
Συνδέεται ακόμα το εν λόγω έλλειμμα με το αξιακό φορτίο της κοινωνίας και με την κουλτούρα των πολιτών. Όταν η κοινωνία θεοποιεί το χρήμα, όταν οι πολίτες λατρεύουν και υποτάσσονται στη δύναμη της εξουσίας και το αξιακό τους στερέωμα διατρέχεται από την αγωνία να γίνουν και αυτοί ισχυροί στο πεδίο του χρήματος ή της εξουσίας, τότε η διαφθορά έχει την απόλυτη κοινωνική αποδοχή και καμιά υποκριτική στάση και συμπεριφορά δεν ευσταθεί. Υπάρχει άλλωστε μια φοβερά ανορθολογική και μεσαιωνική αντίληψη που διακρίνει τη «μικρή παρανομία» από τη «μεγάλη», τη μικρής έκτασης από τη μεγάλης έκτασης διαφθορά. Πρόκειται για ανόητη προσέγγιση, που αν δεν προκύπτει από άμετρη ανοησία, είναι απόλυτα κυνική.
Η διαφθορά ξεκινάει από τη χαλαρή και υποκειμενική σύλληψη της νομιμότητας. Όταν μια κοινωνία δεν τηρεί τους νόμους, δεν μπορεί πρακτικά να απαιτήσει την εφαρμογή τους για τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Δεν έχει ηθική δύναμη. Δεν το πιστεύει ούτε η ίδια. Θεωρώ ότι μια κοινωνία έχει μέλλον όταν μπορεί να διαπαιδαγωγεί και να διαπαιδαγωγείται από ένα σύστημα δημοκρατικών και ανθρωπιστικών αξιών με απόλυτο τρόπο. Μόνο τότε μπορούν να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα διαφθοράς. Άλλως θα ηθικολογούμε γενικά και αόριστα χωρίς εν τοις πράγμασι να διαμορφώνουμε την πραγματικότητα και τα ουσιώδη γεγονότα της δημόσιας ζωής και παράλληλα θα υπηρετούμε – ασυνείδητα ή συνειδητά δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία – αυτό που υποτίθεται ότι απορρίπτουμε!
* Νίκος Τσούλιας, πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ)
Προηγούμενα άρθρα
Η δρομολόγηση κοινών δράσεων και πρωτοβουλιών που θα συμβάλλουν στην αναβάθμιση των πολιτικών πρόληψης στον…
Τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή το “4th Parliamentarian Forum: Strategies Against the Far Right” του…
Ανακοίνωση εξέδωσε ο δήμος Αθηναίων, σχετικά με το σιντριβάνι της πλατείας Συντάγματος και τις εργασίες καθαρισμού και συντήρησής…
Τη δημιουργία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής έναντι της Νέας Δημοκρατίας έθεσε ως προτεραιότητα του ΠΑΣΟΚ ο…
Την αποχώρησή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως είχαν προαναγγείλει,έκαναν γνωστή η Θεοδώρα Τζάκρη και η…
Τα εντυπωσιακά και πρωτοποριακά αποτελέσματα της σύμπραξης του Δήμου Χαλανδρίου με τοπικές επιχειρήσεις και το…