Με μια μακροσκελή δήλωσή του ο πρώην πρωθυπουργός, επικεφαλής του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών και μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής Γιώργος Παπανδρέου αναφέρθηκε στην έξοδο από το Μνημόνιο, εξαπολύοντας επίθεση σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το ότι με ευθύνη τους η χώρα δεν βγήκε από τα Μνημόνια νωρίτερα.
Αναλυτικά όσα επισημαίνει ο Γιώργος Παπανδρέου:
«Η έξοδος από το μνημόνιο, είναι ώρα αλήθειας και ευθύνης.
Είναι ώρα να αναγνωρίσουμε πρωτίστως τις μεγάλες θυσίες του Ελληνικού λαού, που συνέβαλε καθοριστικά να μην χρεοκοπήσει η χώρα ή να βρεθούμε στην πόρτα της εξόδου από το Ευρώ.
Δεν είναι αφορμή για πανηγυρισμούς. Ίσως να βγαίνουμε από την «εντατική», αλλά τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να κοιτάξουμε χωρίς φόβο τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση.
Η ρίζα του Ελληνικού προβλήματος, παραμένει ενεργή και συνεχίζει να ταλανίζει τον Ελληνισμό.
Το γεγονός ότι, στην αρχή της κρίσης, παράλληλα με τον περιορισμό του ελλείμματος, έγιναν ουσιαστικές προσπάθειες αντιμετώπισης των πραγματικών αιτιών της, δεν σημαίνει ότι το βαθύτερο πρόβλημα αντιμετωπίστηκε.
Αντιθέτως, η πορεία απέδειξε ότι, οι συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες από άλλες, ακροδεξιές ακόμη και νεοναζιστικές δυνάμεις, αλλά δυστυχώς και από δήθεν αριστερές, έδωσαν μάχες οπισθοφυλακής, προκειμένου να μην θιγούν οι στρεβλές δομές που υπηρετούσαν και σε μεγάλο βαθμό ακόμη συνεχίζουν να υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα και κατεστημένα – που με τη σειρά τους, επανατροφοδοτούν το φαύλο κύκλο ενός παρεοκρατικού, πελατειακού πολιτικο-οικονομικού συστήματος.
Αλλά και το γεγονός ότι, παρά τη δημοσιονομική προσαρμογή για την αντιμετώπιση των δίδυμων ελλειμμάτων, οι αναλυτές δεν δείχνουν την ίδια αισιοδοξία που φαίνεται να διακατέχει τους σημερινούς κυβερνώντες, επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές, αλλά και το ότι, το αναπτυξιακό πρότυπο με το οποίο οδηγηθήκαμε στην κρίση, δεν έχει αλλάξει όπως θα έπρεπε, έτσι ώστε να καταστεί αναπτυξιακά παραγωγικό και ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές.
Με αυτά τα δεδομένα, οι θυσίες και οι κόποι του Ελληνικού λαού, επί εννέα συνεχή χρόνια, συνεχίζουν να τίθενται υπό διαρκή αίρεση και τα αποτελέσματά τους, να παραμένουν ευάλωτα σε μια νέα κρίση.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η έξοδος από το μνημόνιο, μόνον ως αφορμή για μια ουσιαστική αποτίμηση των αιτιών, της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης προσφέρεται. Μια ευκαιρία για την οριστική αποκάλυψη και κατάρριψη των μύθων που μας εμπόδισαν και συνεχίζουν να μας εμποδίζουν ως πολιτικό σύστημα και κοινωνία να προχωρήσουμε μπροστά και να οικοδομήσουμε συλλογικά, μια νέα βιώσιμη πορεία.
Με ένα νέο, δικό μας όραμα, με ένα δικό μας σχέδιο, αποτέλεσμα μιας συμφωνίας πολιτικών δυνάμεων και κοινωνικών εταίρων, ιδιοκτησία, κτήμα του κάθε Έλληνα πολίτη, που με τη συμμετοχή του στην κοινή προσπάθεια, θα εγγυάται τη βήμα – βήμα απελευθέρωσή του από κάθε είδους δεσμά. Εγχώρια ή ξένα.
Για την Ελληνική κοινωνία, δυστυχώς, το τέλος των μνημονίων δεν ταυτίζεται με την έξοδο από την κρίση.
Η Ελλάδα, είναι η πρώτη χώρα που μπήκε σε πρόγραμμα προσαρμογής όταν η διεθνής οικονομική κρίση του 2008-9 χτύπησε την Ευρώπη. Ήμασταν ο αδύναμος κρίκος λόγω της διόγκωσης των δίδυμων ελλειμμάτων από την κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, αποτέλεσμα μιας δομικής παθογένειας από ένα βαθιά ριζωμένο πελατειακό σύστημα. Σύστημα, που η κυβέρνησή του αντί να το αλλάξει, το υπηρέτησε με τον πλέον δραματικό τρόπο, προκαλώντας παράλληλα αισθήματα ευδαιμονίας αναντίστοιχα των πραγματικών δυνατοτήτων του παραγωγικού μοντέλου. Μια ευδαιμονία, δανεική, άνιση, παρασιτική, αντιπαραγωγική, που πληρώνουμε ακόμα πολύ ακριβά. Μια εικονική πραγματικότητα, που όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, η τότε κυβέρνηση της δεξιάς, μαζί με τον κεντρικό τραπεζίτη, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να την αποκρύψουν, μέχρι να οργανώσουν την άτακτη φυγή τους.
Χαρακτηριστική των πραγμάτων, η δήλωση του τότε Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργου Προβόπουλου, εφτά χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 2016, όταν αποκάλυψε ότι, τον Μάιο του 2009 ο Μπομπ Τράα, πρώην επικεφαλής της αντιπροσωπείας του ΔΝΤ στην Αθήνα, είχε συντάξει έκθεση για την ελληνική οικονομία, στην οποία υπολόγισε ότι το χρέος κάθε μορφής του ελληνικού κράτους θα έφτανε πάνω από το 800% του ΑΕΠ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστική και η αποκάλυψή του, ότι παρακάλεσαν τον κ. Τράα «να μην το δημοσιεύσει γιατί θα γινόταν χαμός». Υπάρχει καλύτερη απόδειξη του μαγειρέματος των στατιστικών στοιχείων από την κυβέρνηση Καραμανλή, πίσω από κλειστές πόρτες; Υπάρχει μεγαλύτερη διάψευση του μύθου, σύμφωνα με τον οποίο «όλοι γνώριζαν»;
Γνωρίζαμε το δομικό πρόβλημα της χώρας. Τον πελατειασμό, το έλλειμμα Δημοκρατίας. Γι’ αυτό και είχαμε πει: η αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Τι δεν γνωρίζαμε; Τη θηριώδη έκταση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Αυτό το μάθαμε – και στη συνέχεια ο Ελληνικός λαός, πολύ αργότερα. Γιατί; Γιατί τα «συρτάρια», έκρυβαν πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις.
Απόδειξη του σοβαρού ελλείμματος δημοκρατικής λειτουργίας, λογοδοσίας και διαφάνειας στη χώρα μας. Να μη γνωρίζει ο Ελληνικός λαός τα πραγματικά στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού.
Αδιανόητη επίσης είναι και η προσπάθεια απόκρυψης της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Έκθεση για τις χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα προσαρμογής, σύμφωνα με την οποία, η κυβέρνηση Καραμανλή, διέπραξε λαθροχειρία και συνειδητή απάτη, με τα ψεύτικα στατιστικά στοιχεία για τα δημόσια οικονομικά. Ποια ήταν η στρατηγική τους; «Όλα κάτω από το χαλί και φορτώνουμε τη χρεοκοπία στον επόμενο».
Ευτυχώς, για τη χώρα, δώσαμε, με τις θυσίες του Ελληνικού λαού, μάχη και αποφύγαμε τη χρεοκοπία.
Όταν πάνε στην Ευρώπη, βέβαια, οι κκ. Τσίπρας και Μητσοτάκης, όπως και επί των ημερών του ο κ. Σαμαράς, αναγνωρίζουν τι πραγματικά συνέβη. Στο εσωτερικό, όμως, για να κρατήσουν το μύθο ζωντανό, από τη μια φροντίζουν να καθαρίσουν τις ευθύνες Καραμανλή, γιατί βολεύει την αφήγησή τους και από την άλλη κυνηγούν τον πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, Γεωργίου, ο οποίος μάλιστα, όταν μπήκαμε στο πρόγραμμα δεν ήταν καν στη θέση του, αλλά ανέλαβε μήνες αργότερα.
Η σκληρή πραγματικότητα όμως, φρόντισε για την αποκατάσταση της αλήθειας.
Αποδέχθηκαν και νομιμοποίησαν όλοι ανεξαιρέτως οι δήθεν αντιμνημονιακοί την αλήθεια εκείνης της Έκθεσης, με την ψήφο τους για τους προϋπολογισμούς – προϋπολογισμοί που εμπεριέχουν τα ορθά στατιστικά στοιχεία.
Τα ψήφισαν στη Βουλή, από το 2012 και τα ψηφίζουν κάθε χρόνο από τότε.
Όλοι. Καραμανλής, Σαμαράς, Τσίπρας, Καμμένος και όλοι οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Μάλιστα, ο Αντώνης Σαμαράς, και ο Αλέξης Τσίπρας, έχουν αποδεχθεί και με δηλώσεις τους, σε ξένα όμως ΜΜΕ, το πραγματικό μέγεθος του ελλείμματος.
Υπήρχε άλλη διέξοδος από την προσφυγή στον αναγκαστικό δανεισμό, δηλαδή στο πρόγραμμα προσαρμογής – μνημόνιο, για να αποφύγουμε τη χρεοκοπία όταν αποκαλύφθηκε η τραγική πραγματικότητα και βρεθήκαμε στο στόχαστρο των αγορών; Και μάλιστα, με μια Ευρωπαϊκή Ένωση με συντηρητική πλειοψηφία και εντελώς ανέτοιμη να αντιμετωπίσει μια πρόκληση τέτοιου μεγέθους;
Η ερώτηση, υποκριτικά διατηρείται ανοιχτή, ακόμα και σήμερα.
Με την απόσταση του χρόνου, αποδείχθηκε ξεκάθαρα ότι:
Όλοι γνώριζαν και όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπήρχε.
Όπως γνώριζαν και γνωρίζουν ότι δεν υπήρχαν άλλες δυνάμεις πρόθυμες να μας δανείσουν. Ενδεικτική, η στάση της Ρωσίας, ακόμα και κατά την επίσκεψή μου εκεί, που παρά τις πομφόλυγες των ντόπιων λαϊκιστών, δήλωσε δια στόματος του τότε Προέδρου της: υποδείξαμε στην Ελλάδα να απευθυνθεί στο ΔΝΤ!
Και χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να συμφωνήσουν οι Ευρωπαίοι, αρχικά ότι, το πρόβλημα δεν είναι μόνον ελληνικό και μετά, στη δημιουργία ενός μηχανισμού στήριξης, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για άλλα κράτη – μέλη.
Αλλά και γι’ αυτό το ζήτημα, αποκαλύφθηκε πρόσφατα η συνειδητή οικοδόμηση ενός ακόμη μύθου. Της συμμετοχής του ΔΝΤ, στο πρόγραμμα. Ο κ. Σόιμπλε, ήταν απολύτως σαφής: το ΔΝΤ μπήκε στο πρόγραμμα με απαίτηση της κ. Μέρκελ και των κυβερνήσεων κάποιων ακόμη χωρών, που δεν εμπιστεύονταν τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Ελλάδα, είναι η τελευταία χώρα που βγαίνει από το πρόγραμμα, μετά την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο. Γιατί;
– Γιατί τη στιγμή της κρίσης, αντί να υπάρξει κλίμα συναίνεσης και να ενώσουμε όλοι τις δυνάμεις μας σε αυτήν την εθνική δοκιμασία, τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, επέλεξαν τη διαίρεση και την άγονη αντιπολίτευση, που οδήγησαν στο διχασμό και το μίσος, με τα γνωστά επακόλουθα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2011. Και όλα εντέλει, στη δημιουργία περαιτέρω αστάθειας, που επέτεινε την αναξιοπιστία της χώρας. Αστάθεια, που η αλήθεια είναι, ότι τροφοδοτήθηκε και από Ευρωπαίους παράγοντες, που πότε προφήτευαν την έξοδο από το Ευρώ και πότε την επιζητούσαν και την καλλιεργούσαν.
– Γιατί η Νέα Δημοκρατία, που με την τότε ηγεσία της διαλαλούσε πως δεν θα συναινούσε στο λάθος, ενώ ακολούθησε τις ίδιες βασικές επιλογές της κυβέρνησής μας, αλλά έχοντας στο μεταξύ προκαλέσει μεγάλα πλήγματα με τη στάση της στην εθνική προσπάθεια, όπως και καθυστερήσεις, ειδικά με τις διπλές εκλογές του 2012, έφερε πολύ πιο επώδυνα μέτρα, και το χειρότερο, ρυθμίσεις ψηφισμένες – ή όχι, από τη Βουλή, που ευνοούσαν συμφέροντα και κατεστημένα. Παράλληλα μάλιστα, αποδόμησε σειρά μεταρρυθμίσεων της περιόδου 2009-11, ενώ επιχείρησε πολλές φορές να απαξιώσει θεσμούς διαφάνειας, που με μεγάλη προσπάθεια είχαμε προωθήσει, όπως τη Διαύγεια και την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση. Στο τέλος, δεν δίστασε να επανακάμψει στον δήθεν αντιμνημονιακό λόγο και να αφεθεί στη λογική της «αριστερής παρένθεσης».
– Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, αντίστοιχα, όταν κέρδισε την εξουσία πέρασε ένα εξάμηνο πειραματιζόμενος στην πλάτη του Ελληνικού λαού, νομίζοντας πως θα εκβιάσει τους Ευρωπαίους, λες και οι προεκλογικές του εξαγγελίες είχαν βάση. Μετά, βεβαίως, όλες αυτές οι υποσχέσεις, αναιρέθηκαν. Αποτέλεσμα, να χαθούν πολλές από τις θυσίες του Ελληνικού λαού, με μια πολιτική που οδήγησε στα capital controls και ένα δημοψήφισμα – δυσφήμιση ενός δημοκρατικού θεσμού. Χάθηκαν εκατοντάδες δισ. Ευρώ, πολύτιμος χρόνος, επλήγη περαιτέρω η αξιοπιστία της χώρας και συνεχίστηκε η καταστροφική για τον τόπο αντίληψη των εύκολων λύσεων.
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά για τις επιμέρους επιλογές και την εφαρμογή των μνημονίων τα τελευταία αυτά χρόνια. Απαιτείται όμως να γίνει αυτή η αποτίμηση με αντικειμενικότητα και νηφαλιότητα.
Σκόπιμο είναι επίσης, να γίνει κατανοητή η πολιτική σημασία των δυσκολιών που συναντήσαμε στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Δεν είναι η «Ευρώπη» γενικά που ευθύνεται, όπως υποστηρίζουν κάποιοι σε διάφορες αναλύσεις. Είναι μια Ένωση όπου συντηρητικοί, λαϊκιστές και εθνικιστές, στήριξαν τη γραμμή της σκληρής λιτότητας και κινήθηκαν σε μια τιμωρητική λογική.
Αυτό είναι καλό να το έχουν κατά νου όσοι υποτιμούν τη σημασία των πλειοψηφιών που διαμορφώνονται στην Ευρώπη, σε κυβερνητικό επίπεδο, αλλά και τη σημασία των Ευρωεκλογών, για τις οποίες δυστυχώς, δεν γίνεται η πρέπουσα προσέγγιση. Θεωρώ απαραίτητο να επαναλάβω ότι, δεν είναι μόνο η Ελλάδα που πρέπει να αλλάξει, είναι και η Ευρώπη.
Η υποστήριξη της λιτότητας από την ΕΕ σε βάρος των μεταρρυθμίσεων, είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος για τις χώρες που μπήκαν σε μηχανισμό στήριξης. Στην Ελλάδα, επειδή δεν είχαμε ισχυρές δημοκρατικές κοινωνικές δομές, με αποτέλεσμα το κοινωνικό κράτος να είναι ευάλωτο σε κρίσεις, οι συνέπειες ήταν ακόμα πιο σκληρές. Για τους νέους, τους μισθωτούς, τους συνταξιούχους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, τους ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης, τις γυναίκες, τις ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού, αλλά και τη μεσαία τάξη που αποδεκατίστηκε. Οι θυσίες που έγιναν είναι παρά πολλές και μεγάλες, για να πάνε χαμένες.
Κρίσιμο ζήτημα επίσης, είναι ότι, η απουσία ενός ελληνικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου που να στηρίζεται από τις πολιτικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς εταίρους, έδωσε τη δυνατότητα στους Ευρωπαίους εταίρους μας, να επιβάλλουν μεταρρυθμίσεις, που σε πολλές περιπτώσεις δεν ανταποκρίνονταν στις δικές μας πραγματικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
Αυτό, είχε και μια αρνητική επίπτωση, που προκάλεσε δευτερογενείς αντιδράσεις. Σήμερα, οι πολίτες ακούνε για μεταρρυθμίσεις και το πρώτο που έρχεται στο μυαλό τους, είναι νέα μέτρα και νέα βάρη.
Και όμως, η χώρα έχει ανάγκη από μεταρρυθμίσεις, που να εμπεδώνουν το αυτονόητο. Δηλαδή, μια Δημοκρατία λειτουργική και ουσιαστική. Και αυτό, δεν έχει κόστος. Όπως δεν είχε κόστος, αλλά αντιθέτως οφέλη για το δημόσιο ταμείο και για τον πολίτη, η Ηλεκτρονική Συνταγογράφηση, η Διαύγεια, το Παρατηρητήριο Φαρμάκων, η Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση, το Opengov στις επιλογές ανώτατων στελεχών στη δημόσια διοίκηση κ.λπ.
Τώρα που οι μύθοι κατέπεσαν, είτε στις δικαστικές αίθουσες, είτε ένεκα της σκληρής πραγματικότητας με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι δήθεν αντιμνημονιακοί, για την ακρίβεια, οι πραγματικοί μνημονιακοί, δηλαδή, όσοι πραγματικά ευθύνονται για την κρίση, αλλά και όσοι έγιναν «καλοί και υπάκουοι μαθητές» στη συνέχεια, τώρα που όλο και περισσότερο έρχονται στο φως της δημοσιότητας τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα, τώρα που οι αδιέξοδες προσδοκίες εξαϋλώθηκαν, ήρθε και πάλι η ώρα της πολιτικής και της υπεράσπισης της αυτονομίας της.
Αυτός ο κύκλος του πόνου που βιώσαμε, ένεκα ασυλλόγιστων επιλογών μέρους του πολιτικού μας συστήματος, ήταν αχρείαστος, αλλά σίγουρα όμως, διδακτικός.
Έχουμε πάλι μια ευκαιρία να αλλάξουμε τη χώρα, για εμάς και τα παιδιά μας. Να την οικοδομήσουμε σε γερά θεμέλια. Με νέα υλικά και νέες αντιλήψεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές.
Βρισκόμαστε σε ένα οριακό σημείο, όπου οι μεταρρυθμίσεις αποτελούν αδήριτη ανάγκη, για μια βιώσιμη πορεία, που να μας διασφαλίζει από μια νέα κρίση και μαζί, να βάζει τη χώρα σε μια ανταγωνιστική τροχιά στην παγκόσμια σκακιέρα. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις δημοκρατικές και προοδευτικές, σε βάθος, τολμηρές, που να αντιμετωπίζουν τη ρίζα του ελληνικού προβλήματος και παράλληλα, να απαντούν στις μεγάλες σύγχρονες και σύνθετες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η παγκόσμια κοινότητα. Από την κλιματική αλλαγή, την ψηφιακή εποχή και τα ζητήματα της Δημοκρατίας, μέχρι την αλληλεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας.
Αν δεν αλλάξουμε εκ βάθρων το κράτος, συνεχίζοντας τις σοβαρές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, όπως την ηλεκτρονική διακυβέρνηση παντού, αν δεν αλλάξουμε την τοπική αυτοδιοίκηση, το παραγωγικό μοντέλο, και βεβαίως, το πολιτικό σύστημα, αν δεν αλλάξουμε την παιδεία αντί να αποδομούμε εκσυγχρονιστικές αλλαγές, την υγεία φέρνοντας μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα, αν δεν διαμορφώσουμε ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, αν δεν εμπεδωθεί κράτος δικαίου και κοινωνική δικαιοσύνη, θα ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να βουλιάξουμε και οι κρίσεις να επανέρχονται ως συστημικό φαινόμενο.
Το ότι σήμερα βγαίνουμε από το πρόγραμμα προσαρμογής, είναι ένα βήμα. Βήμα μετέωρο, που μπορεί να αποδειχθεί άλμα στο κενό ή πορεία στο άγνωστο με βάρκα μια φρούδα ελπίδα.
Όπως είχα πει στο Καστελόριζο, τελικός μας στόχος πρέπει να είναι να απελευθερώσουμε τον Ελληνισμό από επιτηρήσεις και κηδεμονίες. Αυτός ο στόχος αποτέλεσε ιστορική πρόκληση πολλών γενεών στη σύγχρονη Ελλάδα. Μην επαναπαυόμαστε όμως, οι κίνδυνοι συνεχίζουν να ελλοχεύουν.
Αυτό το βήμα, δεν θα έχει συνέχεια, αν δεν υπάρξει αλλαγή πορείας.
Αυτήν την ώρα, πρωτεύει, λαμβάνοντας υπόψη τα σκληρά μαθήματα από αυτήν την εθνική δοκιμασία,
– Να προχωρήσουμε σε μια εθνική συνεννόηση, σε συγκεκριμένα βασικά ζητήματα, που θα μας επιτρέψουν να πορευτούμε με ασφάλεια στην επόμενη κρίσιμη φάση. Οι αγορές, που παραμένουν αρρύθμιστες, είναι αμείλικτες, δεν επιτρέπουν εξυπνακισμούς και πειραματισμούς. Δυστυχώς για την Ελλάδα, οι αγορές σήμερα έχουν πολύ υψηλότερο κόστος δανεισμού, από αυτό των προγραμμάτων. Επομένως, απαιτείται μεγάλη προσοχή – δεν έχουμε το δικαίωμα να παίζουμε με το μέλλον των παιδιών μας.
– Να προωθήσουμε άμεσα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που απαιτούνται για να δημιουργήσουμε ένα αξιόπιστο και αποτελεσματικό κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, που θα λειτουργεί με ισονομία, αξιοκρατία, διαφάνεια και λογοδοσία, μοναδικά αντίδοτα στο πελατειακό σύστημα.
– Να αγωνιστούμε ενωμένοι για τη μείωση των αδικιών που δημιουργεί η υπερφορολόγηση και να επεξεργαστούμε μέτρα χαμηλού κόστους που θα βελτιώσουν άμεσα την καθημερινή ζωή των Ελλήνων και των Ελληνίδων. Των νέων μας, αλλά και των ασθενέστερων συμπολιτών μας.
– Να αξιολογήσουμε σωστά τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις, ώστε να ενδυναμώσουμε τη θέση μας στην Ευρώπη και τον κόσμο.
Και βεβαίως,
– Να διαμορφώσουμε κλίμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης για τους επενδυτές. Έλληνες ή ξένους, με ένα σοβαρό, αποτελεσματικό και σταθερό σε βάθος χρόνου πλαίσιο ρυθμίσεων. Η φορολόγηση μπορεί να είναι κρίσιμη παράμετρος, αλλά πολλές φορές, αποδεικνύονται κρισιμότερα τα εμπόδια από τη γραφειοκρατία, την αναποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, την απουσία σχεδίου με όλο το παράπλευρο κόστος και ανασφάλειας που δημιουργείται στον επενδυτή.
Υπάρχει όμως, κάτι ακόμη.
– Ο κίνδυνος να παγιδευτεί η Ελληνική κοινωνία σε ένα κλίμα μίσους και διχασμού, αποτέλεσμα μιας στείρας πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά και μιας αντίληψης διαρκούς άρνησης απέναντι στο αυτονόητο αλλά και σε κάθε νέα ιδέα ή πρόταση. Ελλοχεύει ο κίνδυνος να βιώσουμε και πάλι τις επιπτώσεις μιας πόλωσης δύο ιδιότυπων συντηρητικών πολιτικών επιλογών, που συγκρούονται στο όνομα και μόνον της νομής της εξουσίας. Όχι της αλλαγής της. Έχουμε χρέος να προασπιστούμε τη Δημοκρατία, την αυτονομία της πολιτικής, την ανθρώπινη αξία και τη σημασία της δημιουργίας και της συμμετοχής. Να μην επιτρέψουμε να εμπεδωθεί κλίμα καθολικής απαξίωσης, που σαν αποτέλεσμα έχει τη μιζέρια και την παραίτηση.
Μέλημά μας πρέπει να είναι, η δημιουργία κλίματος εγρήγορσης και συλλογικής δράσης για τη δημιουργία μιας νέας Ελλάδας.
Ενός νέου πατριωτισμού, εξωστρεφούς και παρεμβατικού, στραμμένου προς το μέλλον, όχι φοβικού και με το βλέμμα στο παρελθόν.
Όλα αυτά, θα μας επιτρέψουν να επαναδιαπραγματευτούμε με τους εταίρους μας, από καλύτερη θέση και με πολύ καλύτερες προϋποθέσεις. Με ισχυρότερο οπλοστάσιο, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα.
Βέβαια, θα αναρωτηθεί καλόπιστα κανείς, η δική σας παράταξη, δεν έκανε λάθη; Προφανώς και έκανε. Κατά τη γνώμη μου, το σημαντικότερο είναι, ότι και πριν και μετά τη διακυβέρνηση Καραμανλή, ένα σημαντικό μέρος της Παράταξής μας, δεν στήριξε ίσως και δεν πίστεψε όσο θα έπρεπε στις αλλαγές που είχε ανάγκη η χώρα. Και ακόμη, ότι έτσι παρείχε άλλοθι στις άλλες πολιτικές δυνάμεις, που και πραγματική ευθύνη έχουν και στάθηκαν πάντα απέναντι σε κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης των χρόνιων παθογενειών.
Είναι μύθος ότι ο Ελληνικός λαός δεν θέλει ριζικές τομές και ότι ικανοποιείται από το πελατειακό σύστημα που αποτελεί βασικό συστατικό της φιλοσοφίας διακυβέρνησης τόσο της Νέας Δημοκρατίας, όσο και των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όμηρος είναι, παρά θιασώτης αυτού του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Αναζητά την ανατροπή του. Αναζητά τις πολιτικές δυνάμεις που θα εκφράζουν αυτή την ανατροπή θαρραλέα.
Αυτό έχει αποδειχθεί σε διάφορες στιγμές της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, όπως και στις εκλογές του 2009, όπου οι πολίτες έδωσαν πρωτόγνωρη πλειοψηφία σε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και Αλλαγής.
Η κρίση, λόγω των επιλογών της συντηρητικής πλειοψηφίας στην ΕΕ, αλλά και των πελατειακού χαρακτήρα αντιλήψεων και πρακτικών σημαντικού μέρους του πολιτικού μας συστήματος, δεν επέτρεψε να γίνει πράξη αυτό το όραμα. Οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν την περίοδο 2009-11, δεν αρκούν. Και γιατί δεν προλάβαμε να τις ολοκληρώσουμε σε περιβάλλον λιτότητας και ακραίων αντιδράσεων και γιατί αρκετές από αυτές είτε ακυρώθηκαν είτε υπονομεύτηκαν.
Πιστεύω ότι οι πολιτικοί πρέπει να είναι χρήσιμοι, όχι αρεστοί.
Η αλήθεια είναι ότι, για την ένταξη μας σε μνημόνιο, η ευθύνη ανήκει στη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή. Για την παράταση της παραμονής μας επί οκτώ χρόνια, η ευθύνη ανήκει στη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ των Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καμμένου.
Αν είχαν επιδείξει κατανόηση ή έστω ανοχή την πρώτη περίοδο της κρίσης, αντί να δηλητηριάζουν την Ελληνική κοινωνία με κηρύγματα μίσους, θα είχαμε προ πολλού βγει από το μνημόνιο, με πολύ πιο ήπια προσαρμογή, πιο μικρό κόστος και κυρίως, με μια άλλη Ελλάδα, ικανή να σταθεί στα δικά της πόδια, στις δικές της δυνάμεις.
Ίσως ακόμα πιο σημαντικό, να είχαμε αποφύγει μια κουλτούρα μίσους και πόλωσης που αναπτύχθηκε μεταξύ των Ελλήνων.
Γι’ αυτό και θεωρώ καθήκον μου να επιμείνω:
Η χώρα πρέπει να συνεχίσει τις αλλαγές για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες των καιρών και τις σύγχρονες προκλήσεις.
Η δημοσιονομική προσαρμογή και τα πλεονάσματα, στηρίζονται σε πήλινα πόδια. Στην υπερφορολόγηση και σε ένα παραγωγικό μοντέλο που δεν ανταποκρίνεται όπως απαιτείται στις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος, επηρεασμένο και αυτό από τις πελατειακές αντιλήψεις και πρακτικές, όπως οι θεσμοί και οι δομές.
Χρειάζεται άμεσα, παραγωγή νέου υγιούς πλούτου, που θα προσφέρει βιώσιμες θέσεις εργασίας.
Οι χώρες που θα αντέξουν και θα προχωρήσουν μπροστά με αξιώσεις, είναι εκείνες που έχουν λειτουργικούς δημοκρατικούς θεσμούς, ανταγωνιστική οικονομία και εμπεδωμένη κοινωνική συνοχή.
Δεν είναι η ώρα για μικροπολιτικές σκοπιμότητες.
Το διακύβευμα είναι εθνικής σημασίας και η πορεία δημοκρατικής ανασύνταξης της χώρας, είναι μακρά και επίπονη.
Με πείσμα και αποφασιστικότητα πρέπει να συνεχίσουμε.
Είναι η ώρα της προοδευτικής Αλλαγής.
Για να διαψεύσουμε το μύθο, να σπάσουμε τον αέναο κύκλο του Σίσυφου.»