Μου αρέσουν τα τρένα και να ταξιδεύω με αυτά. Κάθομαι στο παράθυρο και απολαμβάνω μίαν άλλη Ελλάδα, ένα μαγικό τοπίο, μέσα από δάση, πλάι σε ποτάμια, πάνω και κάτω από γιοφύρια, διασχίζοντας πεδιάδες, τούνελ, απόμερες περιοχές, χωριά… Είναι για μένα, συνεχώς και σε κάθε ταξίδι, μια αποκάλυψη της χώρας και άλλη μια διαπίστωση ότι ακόμα δεν γνωρίζω τις «κρυφές» της φυσικές γοητείες…
Η καλή ευκαιρία να βρεθώ, για μια μίνι συναυλία, παρουσάζοντας τον νέο δίσκο «Café Latino» με το ντουέτο κιθάρας (Νότης Μαυρουδής-Γιώργος Τοσικιάν και στο τραγούδι την Μόρφω Τσαϊρέλη), οργανωμένη από τις εκδόσεις «Άπαρσις», στις 9/6/18, στην πλατφόρμα τού παλαιού σιδηροδρομικού Σταθμού Πελοποννήσου, υπήρξε αφορμή για ποικίλους σχολιασμούς…
Είχα να βρεθώ εκεί, εδώ και πολλά χρόνια, όταν ταξίδευα για υποχρεώσεις καλλιτεχνικές ή κοινωνικές. Πραγματικά επιβλητικό και μεγαλοπρεπές κτήριο, από εκείνα που θαυμάζει κανείς ήδη από την είσοδό του. Ψηλοτάβανο, με σκαλίσματα και χειροτεχνία στους τοίχους, κομψοτεχνήματα παντού, ξύλο και ζωγραφική δίδουν μια εντυπωσιακή μαρτυρία, για τις τεχνικές και την αισθητική των δημόσιων κτηρίων σε παλαιότερες εποχές, όταν το δημόσιο αισθητήριο μιας ευρωπαϊκής μεγαλοαστικής τάξης, «απαιτούσε» μια διαφορετική ομορφιά και καλαισθησία…
Ομολογώ πως είχα ξεχάσει την ύπαρξή του. Εκεί πίσω από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό Αθηνών (Σταθμό Λαρίσης τον λέμε ακόμα), παρ’ όλο που γνώριζα πως πίσω από τον «Λαρίσης» υπάρχει ένας εγκαταλειμμένος-καταργημένος Σταθμός.
Να αναφερθώ λοιπόν στο… θέαμα που είδα: Ένα τέτοιο όμορφο κτήριο υπό κατάρρευση! Πεσμένοι σοβάδες, τρύπες στους τοίχους, σπασμένα πλακάκια και μωσαϊκά, γκρεμισμένοι πολυέλαιοι, γύψινα στολισμένα ταβάνια ετοιμόρροπα καλυμμένα με προστατευτικό δίχτυ, τεράστιες πόρτες εύκολες στις διαρρήξεις, αφού τα ξύλα έχουν παλιώσει και καταστραφεί. Εκατοντάδες πεταμένοι, στοιβαγμένοι φάκελοι με έγγραφα, τα οποία δεν έχουν πλέον κανέναν αποδέκτη, καταχωνιασμένα, χρόνια τώρα, σε ένα από τα δωμάτια… Εγκατάλειψη. Ερημία και παγωνιά!
Ένα κτηριακό κομψοτέχνημα αφημένο στη δίνη των καιρών, το οποίο θα μπορούσε να μετατραπεί σε σπουδαίο Κέντρο-Αφετηρία άλλων ενδιαφερόντων, τα οποία να σχετίζονται με διάφορες μορφές πολιτιστικής χρήσης…
Για την ιστορία αντιγράφω από την Βικιπαίδεια:
«Το εν λόγω κτήριο εγκαινιάστηκε στις 30 Ιουνίου 1884 και έκλεισε οριστικά στις 7 Αυγούστου 2005.Ο σταθμός Πελοποννήσου χτίστηκε σε σχέδια Γάλλων μηχανικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Αλφρέντ Ροντέλ (Alfred Rondel) και αρχιμηχανικό τον Αμπέλ Γκοτελάν (Abel Gotteland) ενώ αργότερα έγιναν παρεμβάσεις από τον διάσημο αρχιτέκτονα τού 19ου αιώνα Ερνέστο Τσίλλερ. Αποτελεί διατηρητέο κτίριο ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας. Είναι μικρογραφία, με μικρές διαφοροποιήσεις, του Σιδηροδρομικού Σταθμού Σιρκετσί της Κωνσταντινούπολης.»
Ένας αντίλογος θα ήταν πως στην περίοδο πτώχευσης (ή κατάρρευσης) μιας χώρας, το κράτος, δεν αντέχει να συντηρεί ή να αναστηλώνει κτήρια. Δεν είναι δυστυχώς το μοναδικό που έχει εγκαταλειφθεί και αυτό θα μας στιγματίζει και θα μας ακολουθεί συνεχώς, όπως και η σαρωτική αντιπαροχή που κατέστρεψε τη νεοκλασική Αθήνα! Τότε που η αστυφιλία, οι ανάγκες τής μετεμφυλιακής Ελλάδας, η απουσία κρατικού ελέγχου και όχι μόνο, οδήγησαν στην κάθετη δόμηση. Κι όμως! Παρόλο που σαρώθηκαν πάμπολλα νεοκλασικά οικήματα, βλέπουμε πως υπάρχουν ακόμα τέτοια κτήρια και μας ζητούν τη διάσωσή τους…
Σε αυτή τη διεύθυνση μπορείτε να δείτε ή να θυμηθείτε τον Σταθμό.
http://www.in2life.gr/features/notes/article/254464/stathmos-peloponnhsoy-foto-volta-ston-19o-aiona.html
Και σ’ αυτή, μερικές ακόμα φώτο στο εσωτερικό του Σταθμού:
http://www.iefimerida.gr/news/422249/afisan-sto-eleos-ktirio-kosmima-toy-tsiler-katestrammena-gypsina-mosaika-porselanina
Τα εγκαταλειμμένα κτήρια φωνάζουν, βγάζουν κραυγές πριν την κατάρρευση και τον ολοκληρωτικό τους θάνατο. Ζουν και αυτά και πνίγονται καθημερινά από τη σκόνη, τις θερμοκρασίες, τις παγωνιές, καθώς και από τις κλοπές, μαζί με τη βαρβαρότητα των επιδρομέων. Μην το προσπερνάτε αυτό. Τα δημόσια οικήματα έχουν «δεθεί» με την ανθρώπινη παρουσία. Έχουν ανάγκη να τα επισκέπτονται, να περπατάει ο κόσμος στα μωσαϊκά και στα πλακάκια τους, να μεταφέρεται η ανθρώπινη ενέργεια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το πέρασμα των βαγονιών πάνω στις ράγες και ο γνώριμός τους θόρυβος, το βουερό μελίσσι των ανθρώπων, τα σφυρίγματα των σταθμαρχών, οι πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν, τα ρολόγια που λειτουργούν, οι βάρδιες των υπαλλήλων, οι εκφωνήσεις των δρομολογίων και τόσα άλλα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν τον «κόσμο» τού ταξιδιού… Όλα τα παραπάνω είναι το άμεσο ηχητικό και εργασιακό περιβάλλον των Σταθμών και τα κτήρια έχουν αποδείξει πως έχουν… ψυχή.
Όταν ξεκολλούν οι σοβάδες, ξεφλουδίζονται οι βαφές των τοίχων, οι υγρασίες σαπίζουν τους τοίχους, το γρασίδι ξεραίνεται και το πράσινο εξαφανίζεται. τότε το κτήριο… κραυγάζει και ζητάει τη σωτηρία του. Μπορεί να μην ακούγεται αυτή η κραυγή απόγνωσης. Την «ακούμε» όμως και την αισθανόμαστε όλοι όσοι ξαναβρισκόμαστε εντός του κτηρίου και περιφερόμαστε θαυμάζοντας τα απομεινάρια της περασμένης αίγλης του και μελαγχολούμε βλέποντας την τωρινή κατάληξή του.
Αυτός ο σπαραγμός είναι περίπου σαν εκείνον των λουλουδιών όταν διψάνε, των δασών όταν καίγονται, καθώς και των παραλίων της θάλασσας τα απογεύματα, όταν οι λουόμενοι αφήνουν τα σκουπίδια τους…
Ειπώθηκε παλαιότερα πως θα επανέφεραν τον Σταθμό Πελοποννήσου στην πρότερη καλή του κατάσταση, μετατρέποντάς τον σε Σιδηροδρομικό Μουσείο ή κάτι σαν Πολιτιστικό Κέντρο, όλα αυτά όμως διαψεύστηκαν μέσα στον χρόνο, όπως μας το επιβεβαίωσε και ο ευγενέστατος φύλακας άγγελος του Σταθμού, ο οποίος παίζει το ρόλο τού επιστάτη.
«Και τι θα γίνει;» τον ρωτάω.
«Ομολογώ πως δεν γνωρίζω κι εγώ ακόμα, που δουλεύω εδώ και 36 χρόνια σ’ αυτό το κτήριο. Το θεωρώ σπίτι μου!» μου απαντάει, και παρατήρησα τα μάτια του που είχαν βουρκώσει…
Τα ερωτήματα θα μείνουν αναπάντητα. Ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ περί του Σταθμού Πελοποννήσου θα μπορούσε να ήταν ωφέλιμο και αποτελεσματικό, αφυπνίζοντας-ενδεχομένως-τις αρμόδιες υπηρεσίες ή τους νέους διαχειριστές τής περιουσίας των Σιδηροδρόμων.
Ποιος ξέρει; Μια φωνή, ένα δημοσίευμα, ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα, να κινήσει τα νήματα του ενδιαφέροντος, για τον παλιό αγέρωχο σταθμό και να γίνει αντικείμενο προσοχής μέσα στο χάος των μικρών και μεγάλων προβλημάτων που θα πρέπει να απασχολούν εμάς τους πολίτες, αλλά και τους ειδικούς, οι οποίοι-ποιος ξέρει-μπορούν ενδεχομένως να λάβουν και τις πολιτικές αποφάσεις…
*Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης