Όσο κυλάει ο χρόνος, τόσο περισσότερο παρατηρώ πως το ονομαζόμενο και «ρετρό» τραγούδι, ή «ρομαντικό», το οποίο έχει και την ονομασία «ελαφρύ», αλλά και την λιγότερο γνωστή «αστικό τραγούδι», με την έννοια του τραγουδιού της πόλης-του άστεως, ως αντιπαράθεση στο δημοτικό και στο ρεμπέτικο τραγούδι, ή εκλαμβανόμενο και ως «bel canto», ή ακόμα και με επιρροές «Δυτικής προέλευσης», πυκνώνει και σήμερα την παρουσία του σε δίσκους και ραδιοφωνικές μεταδόσεις, διασκευασμένο με διάφορους τρόπους.
Αυτό το τραγούδι, που έδρεψε δάφνες και δόξα προ και λίγο μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, πέρασε μια μακρά περίοδο αρκετών δεκαετιών που αγνοήθηκε και σιώπησε. Θαρρείς και δεν υπήρξε! Αντιθέτως, υπήρξαν οι μεταπολεμικές γενιές, ιδιαίτερα εκείνες του ΄60 καθώς και οι μεταδικτατορικές, οι οποίες «έκρυβαν» εκείνα τα τραγούδια ως να ήταν… ντροπή, αφού… μαρτυρούσαν κάτι περασμένο, κάτι ξεπερασμένο, άχρηστο, ντεμοντέ, αναχρονιστικό, φθαρμένο… Στην προσπάθειά μας να εμφανιζόμαστε… εκσυγχρονιστές (ιδιαίτερα στη νεότητά μας) και μοντέρνοι σε σκέψεις και αισθητικές επιλογές, ήμασταν ικανοί ακόμα και να καταπιέσουμε, να κρύψουμε μια από τις συναισθηματικές πλευρές μας. Εκείνην της νοσταλγίας των γονιών μας γύρω από τραγούδια τής εποχής τους και ό,τι τους συγκινούσε…
Όμως, οι εποχές, και η εξέλιξη, «τακτοποιούσαν» τις εναλλαγές των τραγουδιστικών ειδών και ιδιωμάτων και εξηγούμαι:
Στην εποχή τού ΄60, οι εμφανίσεις, κατά κύριο λόγο των Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκου και του σημαντικού μουσικοποιητικού τους εκτοπίσματος, μαζί με την παράλληλη παρουσία τού ρεμπέτικου και λαϊκού μουσικού ιδιώματος, κατακυρίευσαν τον ελλαδικό χώρο μέσα από το ραδιόφωνο και τον ελληνικό κινηματογράφο. Σε συνδυασμό με τους μεταγενέστερους συνθέτες, στιχουργούς, ερμηνευτές, δημιουργήθηκε μια «αυτοκρατορία» τού ελληνικού τραγουδιού, η οποία έμελλε να παίξει έναν σημαντικό πολιτισμικό ρόλο, τέτοιον, που να οδηγήσει ολόκληρη τη χώρα σε δρόμους έντονης δημιουργικής καλλιτεχνικής παραγωγής. Συγχρόνως όμως έπεσε… λησμονιά σε άλλα τραγούδια όπως σε εξαιρετικές μελωδίες των: Κωνσταντινίδη (Γιαννίδη), Σουγιούλ, Τριανταφύλλου (Αττίκ), Θ. Παπαδόπουλου, Θ. Σακελλαρίδη, Λάβδα, Χαιρόπουλου, Χατζηαποστόλου, Ριτσιάρδη, Σπάρτακου, Μαρκέα, Κατριβάνου, Ιακωβίδη, Γούναρη, Μεντή, Μαρκέα, Καπνίση, Κορίνθιου, Μωράκη, Μουζάκη, κα.
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης, με την έντονη πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, επηρέασε έντονα το ευρύ κοινό προσανατολίζοντας το ενδιαφέρον του προς τα τότε νέα μουσικά ρεύματα των πολιτικοποιημένων τραγουδιών του ’60 και ‘70, ρεύματα που επηρεάστηκαν από την ροή των αδιάκοπων πολιτικών γεγονότων και ανακατατάξεων.
Η λήθη που σκέπασε τα… ελαφρά τραγούδια ίσως να ήταν κι ένα αναγκαίο ιστορικό γεγονός, σαν να φροντίζει η ιστορία την ομαλή εναλλαγή… Τη διαδρομή μιας… μεταφυσικής υφής ακολουθίας των μουσικών περιόδων… Το αν αρχίζουν και πάλι τα παλαιά αστικά τραγούδια, τα ρετρό, να εμφανίζονται επίμονα από νέους εκτελεστές, συνήθως με ελαφρότητα και αψυχολόγητη διασκευαστική αντιμετώπιση, είναι κάτι που το θεωρώ φυσιολογικό.
Για σκεφτείτε: Μισό αιώνα μετά, με δυνατότητες πλέον ηλεκτρικού ήχου και τεχνολογικών εφέ, με ένα εντελώς διαφορετικό κοινό ακρόασης, με ερμηνευτές, τελείως διαφορετικούς από εκείνους της πρώτης ερμηνείας, οι οποίοι καλούνται σήμερα να… υποδυθούν ρόλους δίχως συχνά να γνωρίζουν τις τότε εποχές, με εμφανή την αδυναμία τους να εμβαθύνουν στη ρίζα, στη μνήμη, στο ιστορικό πλαίσιο, στο μουσικό ιδίωμα, στα ηχοχρώματα και, τέλος, το… ασπρόμαυρο χρώμα τής ζωής, το οποίο επικράτησε στη μεταβατική περίοδο ανάπτυξης, κυρίως υλικής παραγωγής και εκμετάλλευσης.
Σε γενικές γραμμές, το ελληνικό τραγούδι, είναι μια βαθύτατα πολιτική διαδικασία, την οποία, φρονώ, πως, ο περισσότερος κόσμος, δεν έχει διανοηθεί την διάστασή της…
Στη χώρα μας, οι κοινωνικές-πολιτικές ανακατατάξεις λειτουργούν συνεχώς και αδιάκοπα. Κάθε είδος τραγουδιού, ακόμα κι εκείνα που παρουσιάζονται και λειτουργούν ως «αδιάφορα πολιτικής σκέψης», περνάνε από ένα… αόρατο φίλτρο κοινωνικής συνείδησης και τοποθετούνται αισθητικά, ανάλογα και με την αξία τής ατομικής περίπτωσης. Ακόμα και τα προϊόντα τής δισκογραφικής αγοράς, τα οποία στοχεύουν αποκλειστικά στις πωλήσεις και στην επιβολή τής αγοραστικής πρωτοκαθεδρίας, ό,τι κατασκευάζεται μόνο και μόνο για κατανάλωση, δεν είναι απαλλαγμένα από πολιτική χροιά. Ακόμα και αυτή, η «απολιτίκ» θέση, είναι στην ουσία «πολιτική» επιλογή με ιδιάζουσα σημασία… Και μόνο το γεγονός ότι «ξεπερνάς» και «αδιαφορείς» για τον κοινωνικό περίγυρό σου, αυτή η απουσία πολιτικής αναφοράς, είναι πολιτική επιλογή.
Στην εποχή τού ελληνικού δυτικότροπου τραγουδιού, οι πολιτικές ανακατατάξεις υπήρξαν πολύ άγριες, αφού κατέληγαν σε πολέμους, δικτατορίες, εμφυλίους, εκτοπίσεις, φτώχεια και προσφυγιά. Οι συνθέτες, στιχουργοί και οι ερμηνευτές τής εποχής εκείνης λειτούργησαν κάτω από αυστηρά περιοριστικούς και αυταρχικούς νόμους και δημιούργησαν έναν ρομαντισμό made in Greece, επηρεασμένο από το γαλλικό chanson και το ιταλικό bel canto… Νοσταλγία, έρωτες, χωρισμοί, απογοητεύσεις, φυσιολατρία, υπερβολικό συναίσθημα, αρκετές φορές άτεχνες στιχοπλοκίες και πολύ μελό, έγιναν στόχος αρνητικής κριτικής από μεγάλο μέρος των νεότερων γενεών, με αποτέλεσμα να παρασέρνει αυτό και τραγούδια αξιολογότατων συνθετών.
Αυτά τα τραγούδια, ως επί το πλείστον, ανακαλύπτουν στη δεύτερη δεκαετία τού 21ου αιώνα οι νέες γενιές των τραγουδιστών-ενορχηστρωτών. Οι εκτελέσεις απαιτούσαν νέα ενορχήστρωση και η τεχνολογική επέμβαση είναι ο πιο εύκολος τρόπος να φτιαχτεί ένα νέο μουσικό τοπίο. Πρέπει να πω πως το swing είναι ο πιο κοινός ρυθμός που «κολλάει» σε πολλά από τα ρετρό τραγούδια. Άλλες φορές, οι λούπες και οι ρυθμικοί προγραμματισμοί των computers, πάνε να… φτιάξουν τοπίο δήθεν σύγχρονο «ώστε να αρέσουν εκείνα τα τραγούδια στις νέες γενιές», όπως ισχυρίζονται ενορχηστρωτές και απληροφόρητοι παραγωγοί τους…
Η διείσδυση στον κώδικα του τραγουδιστικού ρετρό, μετά από περισσότερο από 70 χρόνια δεν είναι εύκολη υπόθεση. Εκείνο το τραγούδι είναι αντιπροσωπευτικό τής τότε ελληνικής κοινωνίας, η οποία συχνά ήταν εξαρτημένη ακόμη από την αγροτική οικονομία, τους διορισμούς σε δημόσιες θέσεις και το όνειρο της αστικοποίησης…. Σε αυτή τη φάση (δεκαετίες ‘50, ‘60, ‘70), το ελληνικό δημόσιο διογκώνεται και αγκυλώνεται. Στα αστικά κέντρα, το εξής ένα την Αθήνα, στα τέλη τού 19ου αιώνα, αναπαράγονται τα μουσικά σχήματα των Ιωνίων νήσων, τα οποία ήταν σαφώς επηρεασμένα από την Ιταλική κατοχή, τις μαντολινάτες, τις χορωδίες, τις μπάντες, καθώς και το λυρικό στοιχείο τού bel canto. Παράλληλα, στα λιμάνια (και όχι μόνο) τής Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πάτρας, κυκλοφορούσε ΚΑΙ το ρεμπέτικο, καθώς και τα σπαραχτικά τραγούδια του ελληνισμού των παραλίων τής Μικράς Ασίας. Το μίγμα αυτό έμελλε να χωρίσει τον ελληνισμό σε εκείνους του… ελαφρού και στους άλλους του λαϊκού…
Η αναβίωση του ρετρό είναι καλοδεχούμενη, αρκεί να γίνεται με σεβασμό και γνώση. Με μουσική διάθεση, αλλά και την επίγνωση μιας άλλης εποχής, η οποία δεν ήταν καθόλου ανέμελη και δεν περιείχε καμία απολύτως ε λ α φ ρ ό τ η τ α, παρόλο που χαρακτήρισαν ένα μεγάλο μέρος τής μουσικής της παραγωγής με αυτήν ακριβώς τη λέξη. Το να πλησιάσεις το αστικό τραγούδι, για να το επανατοποθετήσεις αισθητικά, απαιτεί σκληρή… διανοητική εργασία και ιδιαίτερη γνώση και ικανότητα στα παλαιά μουσικά είδη εποχών. Να «μεταφερθείς» νοητά σε εποχές και κώδικες, υλικά που θα σου δώσουν έμπνευση, για να χτίσεις «γέφυρες» από το τότε στο τώρα. Αυτό έχει γίνει αρκετές φορές σε… μεταρεμπέτικα σχήματα που πετυχαίνουν την αναγκαία, όπως και ζητούμενη «πιστότητα» του παλαιού ρεμπέτικου.
Δεν θα χρειαστεί καμία μίμηση του στιλ. Μπορείς να δημιουργήσεις ένα άλλο μουσικό τοπίο, δίνοντας χώρο στο παλαιό ιδίωμα, ενώ η μνήμη ξεδιπλώνει τη νοσταλγία των καιρών, καθώς και τη σύνδεση με το παρόν.
Εύκολο; Όποιος μπορεί να το κάνει, θα προσφέρει πολλά…
*Ο Νότης Μαυρουδής είναι κιθαριστής – συνθέτης