Τώρα που η χρονιά τελειώνει κι έρχεται η ώρα των απολογισμών, φαίνεται πιο καθαρά πως μέσα στο 2017 ίσως να διαβήκαμε ένα σύνορο. Μια εποχή ίσως να τελείωσε- έστω κι αν δεν είναι διόλου σαφές με τι θα μοιάζει η εποχή που έρχεται.
Είναι σαν αυτός ο χρόνος, το 2017, να μοιράστηκε στα δύο, ανάμεσα σε δύο εποχές. Ο Ιούνιος ήταν το ορόσημο. Ως τον Ιούνιο η χώρα βρισκόταν ακόμη στον αστερισμό της «υπερήφανης», σκληρής και ατέρμονης διαπραγμάτευσης. Η τρόικα πηγαινοερχόταν στην Αθήνα και οι υπουργοί πηγαινοέρχονταν στο Χίλτον σαν τον Διγενή που πήγαινε να συναντήσει τον χάρο στα μαρμαρένια αλώνια. Η αξιολόγηση τραβούσε σε μάκρος. Η αβεβαιότητα μας τύλιγε και καθήλωνε την οικονομική ζωή. Κι έπειτα, στα μισά του Ιουνίου, η δεύτερη αξιολόγηση αίφνης έκλεισε, όλα συμφωνήθηκαν, τα ξινά έγιναν γλυκά και το σύννεφο της αβεβαιότητας άρχισε να διαλύεται στις ζέστες του καλοκαιριού.
Πολλοί- κι όχι αδικαιολόγητα- αναρωτήθηκαν τότε αν η εποχή της αέναης διαπραγμάτευσης έκλεισε οριστικά ή θα ξαναβλέπαμε το έργο το φθινόπωρο, όταν θα άρχιζε η τρίτη αξιολόγηση. Αλλά αποδείχθηκε ότι αυτό που συνέβη τον Ιούνιο ήταν κάτι περισσότερο από το κλείσιμο μιας αξιολόγησης. Η τρίτη αξιολόγηση κύλησε πιο γρήγορα παρά ποτέ άλλοτε, από το 2010 κι ύστερα. Το Χίλτον ήταν και πάλι κυκλωμένο από τις κλούβες των ΜΑΤ, αλλά η διαπραγμάτευση, για πρώτη φορά, δεν είχε σκηνοθετηθεί ως δράμα ή ως αντιστασιακό έπος αλλά ως μια τεχνική διαδικασία που όλοι ήθελαν να τελειώνει όσο ταχύτερα γίνεται.
Αυτή η ξαφνική αλλαγή στο κλίμα γύρω από την διαπραγμάτευση, αποτυπώθηκε και σε μια αλλαγή πολιτικού λεξιλογίου. Ο πρωθυπουργός έδωσε τον τόνο από τις αρχές Σεπτεμβρίου. Ο λόγος της διεκδίκησης, της αντιπαράθεσης με τους «θεσμούς», με τους ξένους που «δεν μας καταλαβαίνουν» και μας αδικούν, έδωσε την θέση του σ’ έναν λόγο που υποσχόταν έξοδο από το μνημόνιο, με όποιο τίμημα, υποσχόταν ανάπτυξη και εξήγγειλε υποστήριξη των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας. Οι δημοσκοπήσεις απέδειξαν εκ των υστέρων, πως αυτή η αλλαγή πολιτικού λόγου αντιστοιχούσε σε μια βαθύτερη αλλαγή κοινωνικού κλίματος.
Όπως έλεγε ο Δ. Μαύρος, μετά την έρευνα «Τάσεις» της MRB,το κλίμα στην ελληνική κοινωνία μοιάζει να είναι εντελώς αντι-δραματικό πια. Αφού επί 7 χρόνια πέρασε από όλο τα στάδια της άρνησης, της οργής, της εξέγερσης και της κατάθλιψης, ο μέσος πολίτης (ότι κι αν σημαίνει αυτό) φαίνεται να έφθασε σε ένα στάδιο αποκαρδιωμένου συμβιβασμού, αποδοχής αυτού που ζούμε ως «κανονικότητα». Όχι άλλο δράμα, λίγη κανονικότητα επιτέλους, έστω και χαμηλών προσδοκιών! Αυτό μοιάζει να είναι το κυρίαρχο στίγμα του 2017. Ο λόγος της κυβέρνησης προσαρμόζεται σε αυτό. Και επιβραβεύεται με μια μικρή δημοσκοπική ανάκαμψη, καθώς και η οικονομική δραστηριότητα επωφελείται από την άρση της αβεβαιότητας και ανακάμπτει.
Βαδίζουμε, λοιπόν, εκτός απροόπτου, προς ένα απροσδόκητα ομαλό και αποδραματοποιημένο τέλος της εποχής των μνημονίων. Τον Αύγουστο το τρίτο πρόγραμμα τελειώνει, με τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις εν πολλοίς συμφωνημένες και χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Τέταρτο μνημόνιο δεν θα υπάρξει, αφού κανείς στην Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένος να ξανανοίξει την συζήτηση, και η χώρα- σύμφωνα με την εύστοχη διατύπωση του Hugo Dixon– θα μεταφερθεί από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας των μνημονιακών ελέγχων στις αγροτικές φυλακές της χαλαρότερης μεταμνημονιακής επιτήρησης.
Και μετά; Μετά τα «αντιστασιακά» χρόνια της άγονης διαπραγμάτευσης των μνημονίων, που τελειώνουν, τι;
Θα χρειαζόμασταν αυτό που έχει επιγραμματικά αποκληθεί «εθνικό σχέδιο για την μεταμνημονιακή εποχή», που από το 2010 συζητείται μα ακόμη εκκρεμεί. Θα χρειαζόμασταν μια ισχυρή ώθηση προς τα πάνω. Κάποιος να μεταστοιχειώσει τον αποκαρδιωμένο συμβιβασμό με το μίζερο σήμερα ως «κανονικότητα», σε διεκδίκηση μιας αλλαγής, που δεν θα επιβληθεί από τα έξω μα θα υποστηριχθεί από τις δικές μας δυνάμεις. Αν καταφέρουμε να τις βρούμε.
Παύλος Τσίμας: Τέλος εποχής- και μετά;*
0
Share.