Το παρακάτω κείμενο για το μαγκάλι, το βρήκα στο Facebook και με γύρισε πολλά – πολλά χρόνια πίσω, τότε κι εγώ ζούσα τα ίδια με τον κ. Ηλία με τη μόνη διαφορά ότι εμείς κ. Ηλία δεν διαθέταμε πυρήνα (σ.σ. πυρηνόξυλο). Κ. Ηλία χωρίς της άδειά σου το αναδημοσιεύω αυτούσιο, για να μαθαίνουν οι μικροί και να θυμούνται οι μεγάλοι!!!
«Μπορεί να έχουμε καλοκαιράκι διαρκείας, αλλά τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες στο Νησί (Μεσσήνη), οι βροχές άρχιζαν με το άνοιγμα των σχολείων και συνέχιζαν ακατάπαυστα μέχρι την άνοιξη. Και δίπλα ο βάλτος, σαπίζαμε στην υγρασία.
Αντίδοτο το… μαγκάλι: Ένα στρογγυλό τσίγκινο βαθύ “ταψί” στηριγμένο σε τρία πόδια που προσπαθούσε με τα κάρβουνα και την πυρήνα να ζεστάνει το χώρο.
Σε πρώτη ζήτηση και τα ασημόχαρτα από τα τσιγάρα που τα άπλωναν πάνω από τα θερμαντικά στοιχεία για να επιβραδύνουν την καύση και να… επιμηκύνουν την ψευδαίσθηση θαλπωρής με την εκπομπή θερμότητας.
Κάθε τρεις και λίγο παρατάγαμε το μολύβι και χουχουλιάζαμε από πάνω για να ζεστάνουμε τα παγωμένα χέρια και καμιά φορά όταν θέλαμε να ζεστάνουμε και… ευαίσθητε περιοχές μπορούσαμε να βρεθούμε και μέσα.
Δεν έφτανε βέβαια το χουνέρι, έπεφτε και το μπερντάχι για τη ζημιά. Και όταν ανατρεπόταν το καυτό μαγκάλι με τα κάρβουνα, τότε… καλύτερα να τα έτρωγες κατά τη λαϊκή σοφία.
Τα τελευταία χρόνια το θερμαντικό αυτό μέσο νεκραναστήθηκε με την κρίση αλλά δυστυχώς με θανατηφόρα αποτελέσματα λόγω εκπομπής μονοξειδίου. Για κάποιους που αναρωτιούνται γιατί δεν είχαμε… γενοκτονία εκείνη την εποχή με την έκταση που είχε η χρήση του μαγκαλιού, η εξήγηση είναι απλή: Τότε τα περισσότερα σπίτια “έμπαζαν” από παντού αέρα. Το… στεγανό ήταν άγνωστο και το μονοξείδιο της ατελούς καύσης λόγω έλλειψης οξυγόνου ήταν περιορισμένο μέχρις ανύπαρκτο. Και τα κάρβουνα, προμήθεια μέρα παρά μέρα.
Σχεδόν όλο το δημοτικό τη βγάλαμε στο… σαράι του Μουτρουζάνου, αυτό και αν ήταν… ευάερο. Και από τους… τσατουμάδες έμπαινε αέρας. Και είχα χρεωθεί με… 108 την προμήθεια σε κάρβουνο και πυρήνα.
Συνήθως νωρίς τα βράδια με ένα μικρό καλαθάκι ειδικό για την περίσταση, ομπρέλα και γαλότσα για να βαδίσω μέσα στη λασπουριά μέχρι του Μαρίνη ή του Λότση (κάπου 500 μέτρα) για να το γεμίσω και να επιστρέψω.
Λιγοστοί ολιγοστών “κηρίων” γλόμποι στις κολώνες του ηλεκτρικού αν και όταν δεν είχαν καεί.
Μετρημένοι στα δάχτυλα του χεριού άνθρωποι στους δρόμους, και κάποιοι μπεκρήδες με την κλασσική τραγιάσκα της γελοιογραφίας γα να μην τους… στραβώνουν οι γλόμποι. Τα φώτα στα σπίτια χαμηλά ή σβηστά, άντε να έφεγγε κανένα μπακάλικο ή καπηλειό στη διαδρομή.
Με το καλαθάκι στο χέρι σε κατάσταση εγρήγορσης αν ακουστεί κανένας θόρυβος ή φανεί καμιά σκιά, που ξέρεις, κυκλοφορούσαν φαντάσματα και αράπηδες.
Κάπως έτσι περνούσαν οι χειμώνες πριν τα σπίτια επιβάλουν και τα οικονομικά επιτρέψουν τη στόφα με ξύλα και αργότερα τη σόμπα πετρελαίου. Ούτε κοινόχρηστα, ούτε αυτονομίες, ούτε καυστήρες, ούτε συντηρήσεις, ούτε πετρέλαια, ούτε γκρίνιες. Ο καθένας το έλυνε κατά δύναμην και δυνατότητα…»