Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ο μεγάλος παιδαγωγός Αλέξανδρος Δελμούζος επιχειρεί μια ιστορική τομή στα εκπαιδευτικά πράγματα του τόπου. Δημιουργεί ένα διαφορετικό σχολείο, ανοιχτό στη ζωή και στην κοινωνία. Αναδεικνύει ένα δημιουργικό παιδαγωγικό περιεχόμενο. Αντιμάχεται την αυταρχική αγωγή και τον πειθαναγκασμό.
Καλλιεργεί την ανθρωπιστική έννοια της μόρφωσης, το αίσθημα ευθύνης και την αντίληψη του χρέους στους μαθητές. Ενισχύει την αυτενέργεια, τις πρωτοβουλίες και την αναζήτηση της εφηβικής ψυχής. Το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο του Βόλου θα «πολιορκηθεί» από τους αντιδραστικούς κύκλους ως επικίνδυνη, αιρετική προσπάθεια, που μπορεί να ανάψει φωτιές στους ανήσυχους χώρους της παιδείας. Θα «οδηγηθεί» δε στα δικαστήρια!
Χρόνος πολύς κύλησε από τότε. Το ελληνικό σχολείο προσπαθεί να βρει το δρόμο σ’ ένα πολιτικό περιβάλλον που το χαρακτηρίζει η αγωνία να χειραγωγήσει πλήρως την εκπαίδευση. Το «γλωσσικό πρόβλημα» επιβάλλεται ως κυματοθραύστης που θα προφυλάξει τα «ιερά και όσια» από το λαϊκό στοιχείο και τους επικίνδυνους νεοτερισμούς. Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί θα «διαποτιστούν» από τη μονολιθικότητα της πολιτικής εξουσίας, την ιδεολογική χειραγώγηση, την κοινωνική επιλεκτικότητα και τη μονομέρεια του γνωστικού περιεχομένου.
Η μεταπολιτευτική περίοδος θα λύσει δύο χρόνιες ιστορικές καθυστερήσεις, τη γλωσσική μεταρρύθμιση (δεκαετία του ’70) και την προώθηση της «παιδείας για όλους» (δεκαετία του ’80). Ωστόσο πολλές αγκυλώσεις της εκπαίδευσής μας θα παραμείνουν, παρά τη γενικευμένη απαίτηση για δημοκρατικό εκσυγχρονισμό. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι από τα πιο συγκεντρωτικά όλων των χωρών μελών του Ο.Ο.Σ.Α.
Ο διοικητικός εναγκαλισμός από την κεντρική εξουσία είναι η μόνιμη και συνεπής μέριμνα της πολιτείας. Η πολυκλαδική και η περιβαλλοντική εκπαίδευση θα ενσωματωθούν ως φτωχοί συγγενείς και θα χρησιμοποιηθούν ως άλλοθι για τις μεγάλες αλλαγές που δεν έρχονται. Το μαθησιακό περιεχόμενο παραμένει πεισματικά προσκολλημένο στο παρελθόν. Η παιδαγωγική πράξη εξακολουθεί να συντονίζεται στους προ πολλού εκπνεύσαντες ρυθμούς της μετωπικής διδασκαλίας. Οι εκπαιδευτικοί ωθούνται προς τη «δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη» και κρίνονται από το βαθμό διεκπεραίωσης των κεντρικών επιλογών, όταν η σημερινή σχολική πραγματικότητα επιτάσσει ένα διευρυμένο συμβουλευτικό και εμψυχωτικό ρόλο του δασκάλου. Η υποχρηματοδότηση αποδομεί και τις πιο βασικές λειτουργίες του σχολείου. Η διαρκής ενασχόληση των κυβερνήσεων επί του «εξεταστικού ζητήματος» θα γίνει εν πολλοίς η μόνη εκπαιδευτική πολιτική!
Υπάρχει ελπίδα και δημιουργική έξοδος από την κρίση; Η εκπαιδευτική κοινότητα πιστεύει πως το δημόσιο σχολείο μπορεί να σηκώσει το βάρος της μόρφωσης των μαθητών μας. Θεωρεί πως το καίριο δημοκρατικό αίτημα για δωρεάν παιδεία αποτελεί σημαντικό συντελεστεί για την κοινωνική και παραγωγική ανάπτυξη της χώρας. Ως εκπαιδευτικοί, έχουμε το ρόλο του υποκειμένου στην παιδαγωγική πράξη, στοχεύοντας στη ριζική αναθεώρηση του γνωστικού περιεχομένου και στο άνοιγμα του σχολείου στα νέα παιδαγωγικά ρεύματα και στις πολλαπλές μαθησιακές απαιτήσεις της μεταβιομηχανικής εποχής.
Πιστεύουμε πως η άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ανάδειξη του αιτήματος για «ίσες ευκαιρίες» στην εκπαίδευση είναι βασικές προϋποθέσεις για οποιαδήποτε δημοκρατική μεταρρύθμιση.
Το παρελθόν και το παρόν ως κοινωνική προέλευση και το μέλλον ως ανάγκη και προσδιορισμός της αγοράς εργασίας συνδιαμορφώνουν την προσωπική σχολική πορεία κάθε μαθητή. Έτσι η ανισότητα και η ιεραρχία στον κοινωνικό καταμερισμό εμφανίζονται ως φυσικές καταστάσεις, με βάση τα προσόντα και τις ικανότητες των νέων!
Το σχολείο, δοκιμασμένο μόνο στον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα, επιχειρεί, με τη μετουσίωση της γνώσης σε πληροφόρηση (!), να ανταποκριθεί στο πολυ – πληροφοριακό περιβάλλον της εποχής.
Πρόκειται για μια προσπάθεια χωρίς νόημα και αξία. Οι προσανατολισμοί του πρέπει να έχουν άλλη κατεύθυνση, την ενσωμάτωση της αισθητικής αντίληψης και της στοχαστικής σκέψης στους κόλπους της μόρφωσης, την αναζήτηση της κοινωνικής ηθικής, την προαγωγή του πολιτισμού, την καλλιέργεια της αμφισβήτησης και της ενεργού κοινωνικής συμμετοχής.
Σήμερα η «συνοριακή παιδαγωγική» (border pedagogy) επιδιώκει την επέκταση του σχολικού γίγνεσθαι στους ευρείς χώρους της παιδείας και του πολιτισμού. Η κοινωνική διαμεσολάβηση της εκπαίδευσης δεν μπορεί παρά να στηριχθεί σε ισχυρές παιδευτικές αξίες: την αυτογνωσία, την καλλιέργεια της υπευθυνότητας, την καταπολέμηση των προκαταλήψεων, την ανοχή σε κάθε πολιτισμική ιδιαιτερότητα, την ενίσχυση της αυτενέργειας και των πρωτοβουλιών, τη γοητεία της γνώσης και της μόρφωσης.
Η ισχυρή επιρροή του εργασιακού χώρου στα «τελικά ζητούμενα» του σχολείου επιβάλλει τη διαπαιδαγώγηση ενός μονοδιάστατου ανθρώπου, μιας επαγγελματικής φιγούρας, μιας οικονομικής μονάδας.
Και το γεγονός ότι η εν λόγω επίδραση καταγράφεται στη βιωματική και έντονα συναισθηματική ηλικία του παιδιού και εγχαράσσεται στην πολιτιστική συγκρότηση του εφήβου καθιστά αυτή την «αναγκαιότητα» ως τη μοναδική πραγματικότητα.
Η ιδεολογική διαπάλη ανάμεσα στις διάφορες κοσμοθεωρίες και στις πολιτικές αντιλήψεις είναι μια δεδομένη και αυτονόητη κατάσταση, αφού η «εξουσία του διδάσκειν» είναι αρκούντως πιο ισχυρή από τις άλλες θεσμικές και πολιτειακές εξουσίες. Ωστόσο ένα πεδίο συνεύρεσης και συνεννόησης, που θα γονιμοποιούνται δημιουργικά οι συζητήσεις και οι συγκρούσεις μπορεί να οριστεί.
Ένα πεδίο που θα έχει ως συστατικά του στοιχεία την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, την καλλιέργεια του συναισθηματικού κόσμου του νέου, την ανάπτυξη της κοινωνικότητας και της έννοιας της κοινότητας, την επαγγελματική εξέλιξη, την ανάδειξη της παιδαγωγικής όψης της γνώσης. Η συνεχής επίκληση, εν πολλοίς υποκριτική, για τη δημιουργία μιας εθνικής πολιτικής για την παιδεία προϋποθέτει τη διαμόρφωση πολιτικής παιδείας όπου θα συνθέτονται οι πολλαπλές απαιτήσεις της εποχής στους χώρους της πράξης.
Το 1927 ο Δημήτρης Γληνός, στη γνωστή διακήρυξη του Εκπαιδευτικού Ομίλου, στήριξε τις ελπίδες του στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και τους φορείς τους. Θεωρούμε πως εδώ είναι πράγματι η καίρια πρόκληση. Το σχολείο που οραματιζόμαστε (το σχολείο των Δελμούζου, Γληνού, Κουντουρά, κ.α.) μπορεί να αναπτυχθεί από τις δημιουργικές δυνάμεις της εκπαίδευσης, από ευρύτερα μορφωτικά και πολιτισμικά ρεύματα.
Προηγούμενα άρθρα