Τάσος Αποστολόπουλος: Το νέο κύμα και η Αρλέτα σημάδεψαν τα φοιτητικά μας χρόνια

0

«Εμένα μ’ αρέσει να τραγουδώ έτσι, για κέφι. Δεν σκοπεύω να πουλήσω το τραγούδι μου στο κοινό των ταβερνών και των νυχτερινών κέντρων όπου ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και μπορεί την ώρα που εσύ τραγουδάς αυτός να κόβει ή να μασουλάει την μπριζόλα του», (Από συνέντευξη της Αρλέτας)
Πράγματι στα 1964, σε μια εποχή με έντονα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα γεννήθηκε το «ΝΕΟ ΚΥΜΑ», για να εκφράσει το χαρακτήρα της εποχής και τις κοινωνικές εντάσεις επιβεβαιώνοντας τον Κρίστοφερ Σμωλ που έλεγε ότι ο «χαρακτήρας και το μέλλον μιας κοινωνίας, μπορούν να φανούν απ’ τη μουσική της, και οι αλλαγές των μουσικών πεποιθήσεων συνδέονται άμεσα με τις κοινωνικές αλλαγές».
Η εποχή έπρεπε να εκφραστεί και μια ομάδα νέων παιδιών, μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών, είναι αποφασισμένα να σταθούν ενάντια στο ρεύμα και να τραγουδήσουν τον ψυχικό κόσμο της γενιάς τους αδιαφορώντας για την εμπορικότητα των τραγουδιών τους.

Στις 28-8-1965 γράφει ο Ταχυδρόμος για τους τραγουδιστές του «Νέου Κύματος»:
«Οι νέοι αυτοί δεν έχουν καμιά ομοιότητα με τα νεαρούδια της Ευρώπης που παριστάνουν τους καλλιτέχνες και βρίσκουν απήχηση στα υστερικά ένστικτα των έξαλλων νέων. Τούτοι οι νέοι ξεχωρίζουν με τη σοβαρότητά τους…»

Ήταν αναγκαίο να εκφραστούν οι πόθοι και τα όνειρα της νεολαίας και ιδιαίτερα των φοιτητών με κάτι το πρωτοποριακό μακριά από τα ξενόφερτα ρεύματα της εποχής. Ήταν αναγκαίο γιατί, όπως λέει και ο Μίκης Θεοδωράκης, «ο άνθρωπος, όποιος και όπου ζει, τρέφεται με τη μουσική όπως τρέφεται με το ψωμί. Είναι ο απαραίτητος σύντροφός του. Είναι η τροφή της ψυχής του».

Έλα μαζί μου κάπου
Να πάμε χέρι με χέρι
Σ’ ένα περίπατο, σ’ ένα
Παράδεισο σε κάποιο αστέρι

Θα τραγουδήσει ο Λάκης Παπάς στις μπουάτ μπροστά σε δεκάδες φοιτητές καθισμένους όχι σε τραπέζια αλλά στο δάπεδο σταυροπόδι πάνω σε μια κουρελού χωρίς πολλές φορές να χρησιμοποιεί μικρόφωνο. Η αμφισβήτηση μιας εποχής και η γένεση μιας καινούργιας είναι γεγονός.

Της νύχτας κυλάνε οι ώρες
Τον ύπνο μου διώχνει η βροχή
Φοβάμαι μη σ’ άρπαξαν μπόρες
Κι απόμεινα εδώ μοναχή.

Θα τραγουδήσει η Πόπη Αστεριάδη σε στίχους Α. Δασκαλόπουλου και μουσική Παπακώστα. Ένας καινούργιος κόσμος άνοιγε και ο οποίος κατηγορήθηκε από το κατεστημένο της εποχής. Πολλοί θα βιαστούν να πουν ότι «μπαλόνι είναι θα ξεφουσκώσει» και κάποιοι άλλοι δε θα διστάσουν να τους χαρακτηρίσουν «αλήτες».

Μια αγάπη για ο καλοκαίρι
Θάμαι κι εγώ
Να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
Να σε φιλώ

Ένα νεαρό κορίτσι, μόλις 18 χρονών, το 1964, θα ξαφνιάσει τους πάντες με τη γλυκιά φωνή της. «Κι αν σ’ αγαπώ δεν σ’ ορίζω», «Η Μαρία των Βράχων», «τα καραβάκια», «το Χριστινάκι» θα είναι μερικά από τ’ αγαπημένα της τραγούδια που η νεολαία της εποχής θα τ’ αποθεώσει. Πρόκειται για την Καίτη Χωματά, τη μοναδική τραγουδίστρια του «Νέου Κύματος» στη γένεσή του που θα τραγουδήσει Γ. Σπανό, Γ. Παπαστεφάνου, Β. Κουμπή, Κ. Γεωργουσόπουλο, Β. Ρώτα και τόσους άλλους.
Λίγους μήνες αργότερα στα φοιτητικά στέκια θ’ ακούς τραγούδια τραγουδισμένα από την Αρλέτα, τον Μιχάλη Βιολάρη, την Πόπη Αστεριάδη, τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Λάκη Παπά, τη Σούλα Μπιρμπίλη, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Νίκο Χουλιαρά, τη Μαρίζα Κωχ και άλλους.

Που πήγαινε στον πόλεμο
Και κράταγε λουλούδι

Θα τραγουδήσουν για την Ελευθερία, για την Ειρήνη διαμαρτυρόμενοι για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την «Παράγκα», τους «Φοιτητές» και το «Βιετνάμ γιεγιέ» θα αφήσουν εποχή. Θα ακολουθήσουν «τα παιδιά των λουλουδιών» του Γιώργου Ρωμανού, τα «Νέγρικα» του Λοίζου-Νεγρεπόντη και τα αντιπολεμικά του Μαυρουδή-Σπανού.

Πάει κι αυτή η Κυριακή
Κι ας καρτερούμε μια άλλη.

Τα χρόνια πέρασαν και σε μια γωνιά της πλάκας ο Γιάννης Αργύρης ξεπέρασε το χρόνο και μας φέρνει και σήμερα σ’ εκείνη την αξέχαστη εποχή, στην εποχή του «Νέου Κύματος» που τόσα πρόσφερε στα μουσικά πράγματα της χώρας μας.

Share.

Comments are closed.