Έχουν περάσει πάνω από επτά χρόνια που η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης, ενταγμένη στους μηχανισμούς σταθερότητας και εποπτείας, χωρίς μέχρι σήμερα να μπορεί να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες από την ελεύθερη αγορά χρήματος και στον δημόσιο διάλογο δεν είναι λίγοι αυτοί που ονειρεύονται να γυρίσει ο χρόνος πίσω και να πιάσουμε, ως χώρα, το νήμα εκεί που το αφήσαμε το 2009. Μπορεί να μην το φωνάζουν δυνατά, το εννοούν, όμως, και εύκολα αποκρυπτογραφείται στον προφορικό τους και γραπτό τους λόγο. Ονειρεύονται την εποχή προ οικονομικής κρίσης. Τότε που η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων πολιτών συνεχώς μεγάλωνε και την περίοδο 2001-2008 αυξήθηκε κατά 15%. Τότε που το κατά κεφαλήν ΑΕΠ από 18.100 ευρώ το 2005, έφτασε τα 21.800 ευρώ το 2008. Αυτή, όμως, είναι η μια πλευρά που κάποιοι στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιούν για να θολώσουν, εσκεμμένα, τον καθρέφτη, εκμεταλλευόμενοι και το κλίμα αμφισβήτησης της κοινωνίας απέναντι στους θεσμούς, όπως τουλάχιστον δημοσκοπικά απεικονίζεται.
Μπορεί στην Ελλάδα να γεννήθηκε ο μύθος και μέσω αυτού να δόθηκαν ερμηνείες κατά το δοκούν αλλά σήμερα, αν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε μυθοπλαστικά την πραγματικότητα, το αποτέλεσμα θα είναι οδυνηρό. Η ωμή πραγματικότητα λέει ότι μέχρι το 2009 όλα ήταν επίπλαστα και ένα μικρό αεράκι ήταν ικανό να φέρει την καταστροφή, όπως και την έφερε. Ζούσαμε με δανεικά. Μεγάλωνε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αλλά ταυτόχρονα διογκωνόταν και το δημόσιο χρέος, για να φτάσει στα δυσθεώρητα σημερινά ποσοστά πάνω από 175% του ΑΕΠ. Ζούσαμε με δανεικά χωρίς η χώρα να έχει παραγωγική βάση. Ζούσαμε καταναλωτικά με ένα εμπορικό ισοζύγιο που συνεχώς γινόταν και πιο ελλειμματικό. Ζούσαμε με δανεικά και συνεχώς διογκώναμε τις δαπάνες χωρίς να επιτυγχάνουμε αποτελεσματικότητα, χωρίς δηλαδή να παρέχουμε ένα ικανοποιητικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Καταναλώσαμε ως χώρα τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων αδιαφορώντας για τις επόμενες γενιές. Πήραμε τις αγροτικές επιδοτήσεις και αντί να τις χρησιμοποιήσουμε στη βελτίωση των καλλιεργειών και στην ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας τις χρησιμοποιήσαμε, σε μεγάλο βαθμό, στην αγορά εισαγόμενων καταναλωτικών προϊόντων. Νομιμοποιήσαμε στη συνείδησή μας και κάναμε κοινωνικά αποδεκτή τη εισφοροδιαφυγή και τη φοροδιαφυγή και όλα αυτά έγιναν ανεκτά και από την κρατική μηχανή. Αδιαφορήσαμε για την υγιή και καινοτόμο επιχειρηματικότητα και στηρίξαμε την κρατικοδίαιτη και αδιαφανή οικονομική δράση. Ταυτίσαμε την υγεία με το «φακελάκι» και την Παιδεία με την παραπαιδεία.
Αυτές είναι λίγες μόνο από τις αιτίες που οδήγησαν την Ελλάδα στο αδιέξοδο. Το τίμημα ήταν μεγάλο. Το κοινωνικό κράτος κατέρρευσε, η ανεργία και η φτώχεια διογκώθηκαν, η ύφεση επικράτησε, οι άμεσες ξένες επενδύσεις ελαχιστοποιήθηκαν, το τραπεζικό σύστημα κλονίστηκε και επιβλήθηκαν capital controls, το ΑΕΠ μειώθηκε, το χρέος διογκώθηκε, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα χάθηκαν, η αγοραστική δύναμη των πολιτών υποχώρησε. Δεν θα έπρεπε να θέλουμε να γυρίσουμε στην εποχή πριν από την κρίση γιατί η εποχή αυτή γέννησε την κρίση.
Η χώρα έχει ανάγκη από διαφορετική πορεία. Έχει ανάγκη από ένα σχέδιο ανασυγκρότησης πάνω στο οποίο θα συμφωνήσουν πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικοί εταίροι. Έχει ανάγκη από βαθιές μεταρρυθμίσεις στο κράτος, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία, στην υγεία και σε πολλούς άλλους τομείς. Έχει ανάγκη από στήριξη των υγιών και καινοτόμων επιχειρηματικών δυνάμεων. Πάνω απ΄ όλα έχει ανάγκη να φύγουμε από το παρελθόν, να ελευθερώσουμε τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας και να υφάνουμε μια άλλη αντίληψη για την ανάπτυξη της χώρας.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή των Ελλήνων
**Ο Νικόλαος Αποστολόπουλος είναι λέκτωρ επιχειρηματικότητας στο Πανεπιστήμιο Plymouth
Παρατήρηση: Το άρθρο αναδημοσιευεται από την Καθημερινή της Κυριακής 11/06/2017