Κατά του άρθρου 15 του πολυνομοσχεδίου που προβλέπει το μηχανισμό ενεργοποίησης των αντιμέτρων βάλει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, η οποία υπογραμμίζει τα σοβαρά προβλήματα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων, καθώς παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση στον υπουργό Οικονομικών παραβιάζοντας το Σύνταγμα.
Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επισημαίνει πως σύμφωνα με τις διατάξεις του νομοσχέδιου τα φορολογικά αντίμετρα τίθενται σε εφαρμογή από 1.1.2020 υπό την προϋπόθεση και στο βαθμό που, σύμφωνα µε εκτίμηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία µε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και τις ελληνικές αρχές, στο πλαίσιο της τελικής αξιολόγησης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, δεν προκαλείται απόκλιση από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.
Κατά τις ίδιες διατάξεις, ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών δημοσιεύει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ανακοίνωση, στην οποία περιέχονται τα συμπεράσματα της ανωτέρω εκτίμησης. Ακολούθως εφαρμόζονται τα αντίμετρα αναπροσαρμοζόμενα όμως στον επιτρεπόμενο βαθμό, δηλαδή στο ύψος της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης (στο ποσό του πλεονάσματος που ξεπερνά το 3,5% του ΑΕΠ).
Στο σημείο αυτό το νομοσχέδιο ορίζει πως με απόφαση του υπουργού Οικονομικών διαπιστώνεται η ακριβής αντιστοιχία προς το δημοσιονομικό στόχο και ρυθμίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των φορολογικών μέτρων και αντιμέτρων.
Όπως ξεκαθαρίζει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σύμφωνα με το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, «το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης».
Λαμβανομένου υπόψη ότι µε τα επίμαχα άρθρα (11 έως 14) τροποποιούνται διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων ως προς ζητήματα φορολογικών συντελεστών και μειώσεων του φόρου, τα οποία, κατά το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, προβληματισμός κατά την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής δημιουργείται ως προς το αν η προτεινόμενη ρύθμιση, κατ’ ουσίαν, συνιστά νομοθετική εξουσιοδότηση στον υπουργό Οικονομικών για τον προσδιορισμό τόσο του αντικειμένου της φορολογίας, όσο και των φορολογικών συντελεστών.
Σύμφωνα προς τους νομικούς της Βουλής, ειδικά ως προς το ζήτημα της αναπροσαρμογής στον επιτρεπόμενο βαθμό των φορολογικών ρυθμίσεων του νομοσχεδίου, η απόφαση του υπουργού Οικονομικών στην οποία αναφέρεται το νομοσχέδιο δεν έχει µόνο διαπιστωτικό, αλλά και διαπλαστικό χαρακτήρα, καθ’ όσον µε αυτή μπορεί να τροποποιούνται οι φορολογικοί συντελεστές και οι μειώσεις φόρου που θεσπίζονται τα εν λόγω άρθρα.
«Συνεπώς, ως προς το σκέλος της αναπροσαρμογής στον επιτρεπόμενο βαθμό των φορολογικών ρυθμίσεων των άρθρων 11 έως 14 του νομοσχεδίου διά αποφάσεως του υπουργού Οικονομικών, η προτεινόμενη ρύθμιση δεν παρίσταται σύμφωνη προς το άρθρο 78 παρ. 4 του Συντάγματος. Για τον λόγο αυτό, σκόπιμο είναι, σε περίπτωση διαπίστωσης απόκλισης από τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους, η αναγκαία αναπροσαρμογή των φορολογικών ρυθμίσεων των άρθρων 11 έως 14 του νομοσχεδίου να γίνει µε νομοθετική ρύθμιση, εντός του οριζόμενου από το άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος χρονικού πλαισίου».
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής