Η Ελληνική Εθνική Επιτροπή της UNICEF παρουσίασε την ετήσια Έκθεση «Η Κατάσταση των Παιδιών στην Ελλάδα 2017 – Τα παιδιά της κρίσης» που συντάχθηκε για λογαριασμό της από επιστημονική ομάδα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία για την παιδική ευημερία στη χώρα μας σήμερα.
- Τα βασικά σημεία της Έκθεσης
Η έκθεση, που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής UNICEF, αποτυπώνει το επίπεδο διαβίωσης και ευημερίας των παιδιών στην Ελλάδα χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς δείκτες μέτρησης της φτώχειας, της αποστέρησης και του κοινωνικού αποκλεισμού, και αξιοποιώντας τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα εμπειρικά δεδομένα (ερευνών της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT). Η έντονη και παρατεταμένη ύφεση και οι πολιτικές λιτότητας (με μείωση των δαπανών για κοινωνική προστασία) έχουν πλήξει ιδιαίτερα τις οικογένειες με παιδιά. Ως αποτέλεσμα τα παιδιά αντιμετωπίζουν πλέον σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας και αποστέρησης σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό. Το φαινόμενο έχει ιδιαίτερη σημασία επειδή η φτώχεια κατά την παιδική ηλικία (ιδιαίτερα κρίσιμη στην εξέλιξη του ατόμου) οδηγεί στη συσσώρευση μειονεκτημάτων και τείνει να εγκλωβίζει τα άτομα σε παγίδες φτώχειας κατά την διάρκεια του κύκλου ζωής, συμβάλλοντας παράλληλα στη διαγενεακή αναπαραγωγή των φαινομένων της ανισότητας και της αποστέρησης.
Με βάση τον ευρέως χρησιμοποιούμενο ορισμό της σχετικής φτώχειας (Eurostat) σύμφωνα με τον οποίο το όριο φτώχειας ορίζεται στο 60% του αντίστοιχου διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος των ατόμων της χώρας, τα παιδιά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν σαφώς υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας από ότι οι ενήλικες.
Ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας των παιδιών από 23% το 2009 αυξάνει σε 28,8% το 2012 και στη συνέχεια μειώνεται ελαφρά στο 26,6% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι μισό εκατομμύριο παιδιά στη χώρα ζουν σε φτωχές οικογένειες. Η γραμμή όμως σχετικής φτώχειας δεν είναι ο πλέον κατάλληλος δείκτης για να αποτυπώσει τις αλλαγές στο επίπεδο διαβίωσης τόσο του γενικού πληθυσμού της χώρας όσο και των παιδιών κατά την περίοδο της κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας. Αυτό γιατί μετά το 2009 έχουμε δραματική μείωση των εισοδημάτων στην χώρα, γεγονός που επιφέρει ανάλογες μεταβολές και στο εκάστοτε όριο σχετικής φτώχειας που υπολογίζεται ως ποσοστό του διαμέσου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας σε κάθε έτος. Ως αποτέλεσμα την περίοδο αυτή το όριο φτώχειας από 598 ευρώ/μήνα που ήταν το 2009 μειώνεται σε μόλις 376 ευρώ/μήνα το 2014. Με άλλα λόγια το όριο φτώχειας μειώθηκε κατά 37% γεγονός που αντανακλά την αντίστοιχη μείωση που υπέστησαν την ίδια περίοδο τα μεσαία εισοδήματα στη χώρα.
Καταλληλότερος δείκτης για την αποτύπωση της επιδείνωσης των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών είναι αυτός που υπολογίζεται με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας, όπως το όριο φτώχειας του 2007, σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς τις διαφορές στην αγοραστική τους δύναμη. Με βάση το όριο φτώχειας του 2007 (έρευνα 2008) το ποσοστό παιδικής φτώχειας από 22,6% το 2008 μειώνεται στο 20,7% το 2009. Στη συνέχεια όμως αυξάνει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς και ανέρχεται στο 55,1% το 2014 (στοιχεία της έρευνας του 2015). Αυτό σημαίνει ότι το 2014 το 55,1% των παιδιών της χώρας είχε συνθήκες διαβίωσης αντίστοιχες με αυτές που είχε το 20,7% των παιδιών το 2009. Οι αριθμοί αυτοί καταδεικνύουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της κρίσης στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών με παιδιά στη χώρα.
Ο δείκτης υλικής αποστέρησης αποτυπώνει μια εξίσου δραματική εικόνα για την κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα. Ο δείκτης αυτός μετρά την αδυναμία των νοικοκυριών να ικανοποιήσουν συγκριμένες βασικές ανάγκες (αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των ατόμων, όπως πληρωμή πάγιων λογαριασμών, κάλυψη έκτακτων οικονομικών αναγκών, κατάλληλη διατροφή, επαρκή θέρμανση, 1 εβδομάδα διακοπές και πρόσβαση σε συγκεκριμένα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Ένα παιδί βιώνει αποστέρηση αν ζει σε νοικοκυριό που αδυνατεί να ικανοποιήσει τουλάχιστον 3 από τις 9 επιλεγμένες βασικές ανάγκες. Σε ακραία αποστέρηση είναι τα νοικοκυριά που αδυνατούν να ικανοποιήσουν 4 από τις 9 αυτές ανάγκες.
Το 2015 σχεδόν ένα στα δύο παιδιά στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης. Με ποσοστό 45% η Ελλάδα με μεγάλη διαφορά είναι η χώρα όπου τα παιδιά αντιμετωπίζουν την υψηλότερη υλική αποστέρηση μεταξύ των 14 παλαιοτέρων χωρών-μελών της ΕΕ. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που παρουσιάζει η αμέσως επόμενη σε υλική αποστέρηση χώρα της ΕΕ-14 (Ιταλία). Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι οι σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία εμφανίζουν μονοψήφια ποσοστά στο πεδίο αυτό. Αντίστοιχα υψηλό (22%) είναι και το ποσοστό των παιδιών στη χώρα που ζουν σε συνθήκες ακραίας αποστέρησης. Το ποσοστό αυτό είναι επίσης διπλάσιο του αντίστοιχου που εμφανίζει η χώρα με την αμέσως χειρότερη επίδοση (Ιταλία). Χώρες όπως οι σκανδιναβικές, η Ολλανδία, η Γερμανία και η Αυστρία εμφανίζουν κίνδυνο ακραίας αποστέρησης μικρότερο του 5%. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν την δραματική κατάσταση στην οποία διαβιώνει μεγάλο μερίδιο των οικογενειών με παιδιά στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα καταδεικνύουν την αδυναμία του συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας στο πεδίο αυτό.
Η δυσμενής κατάσταση των παιδιών στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες «φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού», που αποτελεί και δείκτη-ορόσημο της Στρατηγικής 2020 της ΕΕ. Την περίοδο της κρίσης και της εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα, επιδεινώνεται σημαντικά το ποσοστό των παιδιών που ζουν σε συνθήκες “φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού”. Επιπρόσθετα την περίοδο αυτή διαφοροποιείται σημαντικά ο κίνδυνος «φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού» που αντιμετωπίζουν τα παιδιά στην Ελλάδα από τον αντίστοιχο μέσο όρο του συνόλου της ΕΕ-27.
- Συμπεράσματα – προτάσεις
Τα εμπειρικά στοιχεία καταδεικνύουν την δραματική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών στην Ελλάδα. Την περίοδο της κρίσης πλήττεται περισσότερο η ευημερία των οικογενειών με παιδιά σε σχέση με τον υπόλοιπο πληθυσμό της χώρας. Η βίωση της φτώχειας κατά την παιδική ηλικία οδηγεί σε συσσώρευση μειονεκτημάτων που θα επηρεάσουν αρνητικά τα μελλοντικά τους επιτεύγματα κατά την ενήλικη ζωή, συμβάλλοντάς έτσι την αναπαραγωγή της φτώχειας και των ανισοτήτων. Το γεγονός αυτό θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στην οικονομία της χώρας μέσω της επίδρασης στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εργατικού της δυναμικού.
Η επιδείνωση της φτώχειας και της αποστέρησης κάνει επιτακτική την ανάγκη σχεδιασμού και εφαρμογής κατάλληλων πολιτικών για την υποστήριξή και ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά. Η συρρίκνωση των δαπανών για κοινωνική προστασία αποδυναμώνουν περεταίρω το ήδη ασθενές σύστημα κοινωνικής προστασίας της χώρας ως προς την αντιμετώπιση της φτώχειας και αποστέρησης των παιδιών. Κρίνεται ιδιαίτερα επιτακτική η ενίσχυση και μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας προκειμένου να αναχαιτιστεί η τάση επιδείνωσης της φτώχειας και αποστέρησης που επηρεάζει δυσανάλογα τα παιδιά. Στο πλαίσιο αυτό η υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά θα πρέπει να αναδειχθεί ως βασική προτεραιότητα στην ατζέντα της κυβερνητικής πολιτικής.
Η στήριξη των οικογενειών με παιδιά θα πρέπει να βασιστεί σε δημόσιες πολιτικές μέσω ενός κατάλληλου μίγματος παροχών (σε είδος και χρήμα) και ρυθμίσεων (λχ γονικές άδειες ή διευκολύνσεις για την εναρμόνιση εργασιακού και οικογενειακού βίου). Η στήριξη των παιδιών από τα πρώιμα παιδικά χρόνια και σε όλη την παιδική ηλικία αναμένεται να έχει σημαντικό κοινωνικοοικονομικό όφελος και την αποφυγή δαπανηρών παρεμβάσεων στο μέλλον. Επιπρόσθετα μέσω της υψηλής τιμής των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών που έχουν οι σχετικές δαπάνες για κοινωνική προστασία, μπορεί να έχουν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της οικονομικής μεγέθυνσης ως οργανικό κομμάτι της μακροοικονομικής πολικής.