Nέα προειδοποίηση ότι εάν η αξιολόγηση καθυστερήσει, η οικονομία θα κινδυνεύσει να χάσει το τρένο εξόδου από την κρίση, απευθύνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μετά την χθεσινή παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης της ΤτΕ.
Σε δήλωσή του στην Καθημερινή ο διοικητής της ΤτΕ σημειώνει ότι «παρά τα προβλήματα και τις καθυστερήσεις», «σήμερα έχει καλυφθεί το 50% της δημοσιονομικής προσαρμογής και όχι μόνο αυτής». Επομένως, σημειώνει, δεν δικαιολογείται καθυστέρηση η οποία εάν συμβεί «θα στερήσει από την ελληνική οικονομία την έξοδο από την κρίση».
Ο Γιάννης Στουρνάρας κρούει το καμπανάκι κινδύνου για την ελληνική οικονομία για δεύτερη φορά σε διάστημα 24 ωρών. Στην ετήσια Έκθεση του Διοικητή, που εκδόθηκε την Παρασκευή αναφέρεται ότι αν οι εταίροι, οι θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση επιδείξουν ευελιξία και ρεαλισμό, είναι εφικτό να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στο αμέσως προσεχές διάστημα. Αν όμως οι διαπραγματεύσεις παραταθούν χωρίς προοπτική ταχείας επίτευξης συμφωνίας, η χώρα θα εισέλθει σε ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, επιδείνωσης των σχέσεων με τους εταίρους-δανειστές και εγκλωβισμού της οικονομίας σε στασιμότητα.
«Για την Ελλάδα, η ενεργός συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ είναι επιτακτικά αναγκαία για λόγους οικονομικούς, κοινωνικούς και εθνικούς. Είναι όρος επιβίωσης της χώρας σε ένα ταραγμένο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον. Λειτουργεί ως άγκυρα όχι μόνο οικονομικής, αλλά και κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο διάβα της ιστορίας καμία άλλη χώρα δεν έλαβε τόσο μεγάλη οικονομική στήριξη όσο η Ελλάδα, κάτι το οποίο δεν θα ήταν δυνατόν εκτός ευρωζώνης» σημείωσε μεταξύ άλλων.
Αναφερόμενος στον στόχο για το πλεόνασμα, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι με βάση τα διαθέσιμα έως τώρα στοιχεία, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 αναμένεται να κυμανθεί γύρω από το 2% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017 θεωρείται επιτεύξιμος. Οι όποιες επισφάλειες για το ύψος του δημοσιονομικού αποτελέσματος συνδέονται με τη διατήρηση της καλής πορείας των εσόδων, τη συγκράτηση των μη παραγωγικών δημόσιων δαπανών, κυρίως όμως με την άμεση ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.