Για να ανταποκριθεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής και για να ξεπεραστεί η κρίση, απαιτείται ο επανασχεδιασμός του. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές της Ε.Ε., που στοχεύουν στην κατάκτηση της κοινωνίας της γνώσης και της ποιότητας καθώς και οι νέες παιδαγωγικές και διδακτικές προσεγγίσεις είναι το πλαίσιο, στο οποίο πρέπει και οφείλει να κινηθεί και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές και παραγωγικές συνθήκες της χώρας μας.
Για τη διαμόρφωση του σύγχρονου κατάλληλου μαθησιακού και παιδαγωγικού περιβάλλοντος και για την προώθηση προοδευτικών παιδαγωγικών πολιτικών, απαιτούνται τροποποιήσεις των δομικών στοιχείων της λειτουργίας των σχολείων. Στη σύγχρονη προοδευτική παιδαγωγική προσέγγιση μεταβάλλονται ο χρόνος, ο χώρος και ο ρόλος του σχολείου. Με αυτό τον τρόπο αλλάζουν τα δυναμικά του σχολείου.
Στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα προωθείται και στηρίζεται η πρωτοβουλία και η αυτενέργεια των σχολικών μονάδων με την προώθηση των αρθρωτών ωρολογίων προγραμμάτων και των υποστηρικτικών δομών.
Καθοριστικός παράγοντας για την εφαρμογή των εκπαιδευτικών και παιδαγωγικών καινοτομιών είναι η αξιολόγηση όλων των συντελεστών της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Προγραμματισμός, έλεγχος, απολογισμός, επανασχεδιασμός είναι λειτουργίες «άγνωστες» για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η διοικητική δυσλειτουργία, ο σκόπιμος καταμερισμός μαθητών, ο κατακερματισμός τμημάτων και σχολικών μονάδων γα τη δημιουργία αναγκών, ο πληθωρισμός ειδικοτήτων και η κακή κατανομή τους, δημιουργούν λειτουργικά και παιδαγωγικά προβλήματα. Αυτά διαμορφώνουν το πλαίσιο στασιμότητας και βραδυπορείας στην εφαρμογή των καινοτομιών και των αλλαγών. Αλλαγών που έχει ανάγκη το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Χωρίς να υποτιμούμε την πρόοδο και να μηδενίζουμε τις εξελίξεις στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης, οφείλουμε να επισημαίνουμε τις χρόνιες παθογένειες που «κρατούν» σε καθυστέρηση το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
Η επαναθέσμιση και η επαναπλαισίωση του ρόλου, του περιεχομένου και της λειτουργίας όλων των συντελεστών του εκπαιδευτικού μας συστήματος σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, με τις σύγχρονες προοδευτικές οργανωτικές, διοικητικές, παιδαγωγικές και διδακτικές προσεγγίσεις, αποτελούν τις προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και επιτυχημένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Βασική παράμετρος στον σχεδιασμό της πολιτικής του εκπαιδευτικού μας συστήματος αποτελούν οι ανάγκες των μαθητών και της χώρας.
Δυστυχώς όμως υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις συστημικές και συντεχνιακές, που θέτουν ως προτεραιότητες τη διαχείριση των αναγκών του εκπαιδευτικού προσωπικού. Με τον τρόπο αυτό πραγματοποιείται στρέβλωση των εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων. Δηλαδή στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφώνουμε ωρολόγια προγράμματα και εισάγουμε μαθήματα για να ικανοποιήσουμε τις πολλές ειδικότητες και όχι τις ανάγκες των μαθητών. Αυξάνουμε την ύλη και δυσκολεύουμε το επίπεδο των μαθημάτων για να είναι απαραίτητες οι ειδικότητες.
Παρότι έχει εισαχθεί η διαθεματικότητα, ο κατακερματισμός των μαθημάτων, η αντιπαλότητα των αναθέσεων διδασκαλίας -ιδιαίτερα στην Δευτεροβάθμια εκπαίδευση-εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τους μαθητές και το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ενώ η παραδοσιακή μετωπική διδασκαλία και η διδακτική ανεπάρκεια να αποδομούν την παιδαγωγική διάσταση της μαθησιακής διαδικασίας.
Η προσέγγιση αυτή, που αφορά τις εκπαιδευτικές προτεραιότητες, που θέτει πρώτα τις ανάγκες των μαθητών, δεν υποβαθμίζει τη σημασία του συντελεστή «ανθρώπινο δυναμικό». Αντίθετα είναι γενικά αποδεκτό πως χωρίς την ενεργή συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία των εκπαιδευτικών, χωρίς την ορθή αρχική τους εκπαίδευση, την επιμόρφωση και την υποστήριξη, δεν μπορεί καμία μεταρρύθμιση να επιτύχει, δεν μπορεί κανένα εκπαιδευτικό σύστημα να μεγιστοποιήσει τα αποτελέσματα του. Χρειαζόμαστε ένα διαφορετικής ποιότητας εκπαιδευτικό, με διαφορετική αντίληψη για το ρόλο του, που να λειτουργεί σε ένα διαφορετικής ποιότητας προδιαγραφών και περιεχομένου εκπαιδευτικό σύστημα. Είναι λοιπόν ευθύνη τη πολιτείας να θέσει τις προδιαγραφές, τις προτεραιότητες και τους στόχους στην εκπαιδευτική πολιτική.
Δυστυχώς η εκπαιδευτική πολιτική που ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν είχε ως προτεραιότητα τις ανάγκες των μαθητών και της ελληνικής κοινωνίας και δεν είχε «φιλόδοξους» στόχους. Η αποδόμηση της έννοιας της αριστείας, των πρότυπων –πειραματικών σχολείων, της αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων, της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, της υποβάθμισης των επιστημονικών προσόντων στις επιλογές στελεχών, δεν διαμορφώνουν το καλύτερο υπόστρωμα για την άσκηση σύγχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Ο περιορισμός ή η περικοπή των προσφερόμενων ωρολογίων προγραμμάτων με την αφαίρεση ωρών και καινοτόμων δραστηριοτήτων (Ευέλικτη ζώνη, Φυσική Αγωγή, Θεατρική Αγωγή, Πληροφορική κλπ), την κατάργηση του υπεύθυνου Ολοήμερου στην Πρωτοβάθμια καθώς και η αντίστοιχη περικοπή ωρών, η κατάργηση των σχεδίων εργασιών και η ανάδειξη κάποιων μαθημάτων ως «βασικών» στο Γυμνάσιο, με επιχειρήματα το «καλό των παιδιών» και τη χρονική και μαθησιακή «αποσυμπίεση» τους, δεν τεκμηριώνονται επιστημονικά και φυσικά είναι σε αντίθετη κατεύθυνση από τις σύγχρονες παιδαγωγικές και διδακτικές προσεγγίσεις.
Όλες οι προαναφερόμενες παρεμβάσεις του Υπουργείου Παιδείας έγιναν στην λογική της διαχείρισης – εξυπηρέτησης του εκπαιδευτικού προσωπικού και στην στήριξη της ιδεοληπτικής προσέγγισης της ήσσονος προσπάθειας.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι προτάσεις που συζητούνται για το Λύκειο και τις διαδικασίες εισαγωγής στην Τριτοβάθμια. Με ιδεολόγημα την επέκταση της υποχρεωτικότητας στην Α΄ Λυκείου, την ενοποίηση της Γενικής και Τεχνικής εκπαίδευσης με την επαναφορά της Πολυκλαδικότητας (sic!) και κίνητρο για τους μαθητές την απρόσκοπτη προαγωγή, ουσιαστικά αποκαλύπτεται το κοντόφθαλμο σχέδιο της ύπαρξης περισσότερων «μαθητών –πελατών», ώστε να «κρατηθούν» ή και να δημιουργηθούν ώρες και θέσεις εργασίας εκπαιδευτικών.
Η δε επίσημη παραδοχή της γνωστικής και μαθησιακής υποβάθμισης του Λυκείου με τη μετατροπή του σε φροντιστηριακό «προθάλαμο» προετοιμασίας για ΑΕΙ-ΤΕΙ, ολοκληρώνουν τη λαθεμένη προσέγγιση των εκπαιδευτικών δρώμενων στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Είναι εμφανές πως καμία εκπαιδευτική πολιτική δεν μπορεί να επιτύχει, εάν δεν στηρίζεται στα δεδομένα της παιδαγωγικής επιστήμης και εάν δεν καλύπτει όλες τις πτυχές του εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή την οργάνωση και τη δομή του, το περιεχόμενο και τη διδακτική μεθοδολογία του, το εκπαιδευτικό προσωπικό του. Και στους τρείς προαναφερόμενους τομείς χρειάζονται γενναίες αλλαγές και συγκρούσεις με κατεστημένες λογικές και πρακτικές. Τέτοιες προτάσεις δεν είδαμε. Η αποσπασματικότητα, ο συντεχνιασμός, οι ιδεοληψίες, η άρνηση της πραγματικότητας, οι αντιφάσεις, η υπονόμευση των καινοτομιών, το «χάϊδεμα» των αυτιών είναι συστατικά του συντηρητισμού. Αυτός είναι ο εχθρός της προόδου, ο συμβιβασμός με την αδράνεια. Τα «μερεμέτια» των ισορροπιών. Και δυστυχώς αυτή πολιτική κυριάρχησε.
Αργά ή γρήγορα κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις για εξελίξεις και αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Δυστυχώς όμως χάνεται πολύτιμος χρόνος για τη νέα γενιά της πατρίδας μας και καθυστερεί η κοινωνική και παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, δηλαδή η διέξοδος από την κρίση. Και «οι καιροί ου μενετοί»
Προηγούμενα άρθρα
Η δέσμευση του δημάρχου Μάριου Ψυχάλη και της διοίκησης του Δήμου Λυκόβρυσης – Πεύκης για…
Το Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024, ο Δήμαρχος Αθηναίων, Χάρης Δούκας, απέστειλε επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών,…
Μπορεί στο κομμάτι του ψηφιακού μετασχηματισμού στην παιδεία οι κυβερνητικές επιδόσεις να μην είναι καλές,…
Σύμβολο αντίστασης των γυναικών στο Ιράν κατά των αυστηρών κανόνων του Ιράν έγινε η φοιτήτρια…
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση του Δήμου Χαλανδρίου «1940-1950, η μεγάλη δεκαετία», στο πλαίσιο…
Ο επικεφαλής της παράταξης «Χαλάνδρι στο Φως» Χάρης Ρώμας, με ανακοίνωσή του στα μέσα κοινωνικής…