Ανατρέπει τα δεδομένα μια νέα κατάθεση για την τραγωδία της Αίγινας. Σύμφωνα με την εφημερίδα Espresso, στη δικογραφία περιλαμβάνεται η κατάθεση μιας εκ των επιβατών της μοιραίας λάντζας η οποία φέρνει νέα δεδομένα στην υπόθεση.
Συγκεκριμένα αναφέρει, για τα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, πως «Κάθισα μαζί με την οικογένειά μου και την οικογένεια Κατιφέ, με την οποία διατηρούμε φιλικές σχέσεις, σε καθίσματα που είχε στην πρύμνη του σκάφους. Τρία λεπτά περίπου της ώρας μετά τον απόπλου και ενώ το σκάφος μας πήγαινε με πάρα πολύ μικρή ταχύτητα, άκουσα τον κυβερνήτη να φωνάζει “Πού πάει αυτός;” και άρχισε να του σφυρίζει με την κόρνα του σκάφους. Ταυτόχρονα άκουσα τον σύζυγό μου να λέει: “Πού πάει αυτός ο μαλάκας;”» αναφέρει η μάρτυρας.
Στη συνέχεια, περιγράφει τα εφιαλτικά λεπτά που πέρασαν μέσα στη θάλασσα έως ότου διαπιστώσει ότι η οικογένειά της είναι καλά και αναφέρεται στην ύπαρξη της μυστηριώδους, νεαρής γυναίκας:
«…Μετά από έναν εκκωφαντικό θόρυβο, αντιλήφθηκα τον εαυτό μου να βρίσκεται στη θάλασσα παλεύοντας να κρατηθώ στην επιφάνεια. Βγαίνοντας στην επιφάνεια σχεδόν ταυτόχρονα με τον γιο μου και αφού πιαστήκαμε από επιπλέοντα συντρίμμια του σκάφους μας, το οποίο είχε βυθιστεί, στη συνέχεια γύρισα το βλέμμα τριγύρω για να δω τι είχε γίνει και διαπίστωσα την ύπαρξη ενός ταχύπλοου σκάφους, το οποίο βρισκόταν ακίνητο σε απόσταση περίπου 30 μέτρων. Πάνω επέβαινε ένας άνδρας ηλικίας περίπου 70 ετών με μία κοπέλα που καθόταν δίπλα του, ηλικίας περίπου 30 ετών. Αυτοί τουλάχιστον ήταν ορατοί από το σημείο που ήμουν. Φωνάζαμε στον άνδρα να μας πετάξει σωσίβια τόσο εγώ όσο και ο γιος μου αλλά αυτός δεν ανταποκρινόταν».
Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της δεν λέει κάτι για ηλικιωμένους επιβάτες στο «Ντουέντε» και καταλήγει τονίζοντας ότι τόσο πριν όσο και μετά τη σύγκρουση, ο κατηγορούμενος χειριστής του ταχύπλοου δεν έκανε απολύτως τίποτα για να βοηθήσει τους ναυαγούς: «Ψυχολογικά είμαι ράκος τόσο εγώ όσο και η υπόλοιπη οικογένειά μου. Τα δε τέκνα μου (…) δεν τρώνε και δεν κοιμούνται. Η κόρη μου ζητάει συνέχεια τη φίλη της Σεβαστή» καταλήγει η μάρτυρας, αναφερόμενη στο κοριτσάκι που έχασε τη ζωή του.