Πολλά από τα στοιχεία του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Τουρκία της 15η Ιουλίου παραμένουν άγνωστα, γράφει ο Economist. Όπως το γεγονός του πόσο κακότεχνα σχεδιάστηκε, ποιο είναι το μέγεθος της συνωμοσίας, ήταν οι κοσμικοί αυτοί που οργάνωσαν το πραξικόπημα ή οι ακόλουθοι του εξόριστου κληρικού Γκιουλέν όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση;
Όμως δύο πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα. Το πρώτο είναι ότι οι Τούρκοι πολίτες έδειξαν γενναιότητα βγαίνοντας στους δρόμους για να αντιμετωπίσουν τους στρατιώτες και δεκάδες πέθαναν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ανεξάρτητα από το πόσο αντιδρούν στις μεθόδους του Ερντογάν ενωμένα αποκήρυξαν την προσπάθεια επίθεσης κατά της δημοκρατίας, τονίζοντας ότι είναι καλύτερα ο ισχυρός άνδρας της χώρας να είναι ένας ισλαμιστής ισχυρός ηγέτης, αλλά εκλεγμένος, παρά η χώρα να γυρίσει στην κυριαρχία των στρατηγών για Πέμπτη φορά από το 1960.
Το δεύτερο, και πιο επικίνδυνο συμπέρασμα είναι ότι ο Ερντογάν καταστρέφει ταχύτατα την ίδια τη δημοκρατία που υπερασπίστηκαν οι πολίτες με την ίδια τους τη ζωή. Έχει ανακηρύξει το κράτος σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τους επόμενους τρεις μήνες. Περίπου 6.000 στρατιώτες έχουν συλληφθεί, χιλιάδες αστυνομικοί, δικαστές και εισαγγελείς έχουν απολυθεί, όπως ακαδημαϊκοί, δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι αν και υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι είχαν σχέση με το πραξικόπημα. Οι κοσμικοί, οι Κούρδοι και άλλες μειονότητες νιώθουν τρομοκρατημένοι από τους πιστούς του Ερντογάν στους δρόμους.
Η εκκαθάριση είναι τόσο βαθιά και έντονη που έχει επηρεάσει άμεσα τουλάχιστον 60.000 ανθρώπους, όπου κάποιοι το συγκρίνουν με την προσπάθεια των ΗΠΑ να ξεριζώσουν τους μπαθιστές (το κόμμα του Σαντάμ Χουσεΐν) από το Ιράκ. Η επιχείρηση του Ερντογάν πηγαίνει πολύ πιο μακριά από την ανάγκη να διατηρήσει την ασφάλεια στο κράτος.
Ο Ερντογάν ταυτίζει τη διαφωνία με την προδοσία και οργανώνει το δικό του πραξικόπημα απέναντι στον πλουραλισμό. Ασυγκράτητος, οδηγεί τη χώρα του σε μεγαλύτερες συγκρούσεις και χάος. Και αυτό εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους για τις γειτονικές χώρες, την Ευρώπη και τη Δύση.
Ακόμη ένας σεισμός
Το αποτυχημένο πραξικόπημα μπορεί να αποδειχθεί το τρίτο μεγάλο σοκ για την Ευρώπη μετά το 1989.
Η εισβολή της Ρωσίας και η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 κατέστρεψε την ιδέα ότι τα σύνορα στην Ευρώπη είναι καθορισμένα και ότι ο ψυχρός πόλεμος έχει τελειώσει. Το δημοψήφισμα για το Brexit διέλυσε την αίσθηση της αναπόφευκτης Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τώρα, το πραξικόπημα στην Τουρκία, και η αντίδραση σε αυτό, θέτει το δύσκολο ερώτημα για το πόσο αναστρέψιμη είναι η δημοκρατία στις χώρες της Δύσης, στις οποίες η Τουρκία, αν και στα άκρα της, έδειχνε ότι προορίζεται να ενταχθεί.
Η αναστάτωση στην Τουρκία, προκαλεί ανησυχία και στο ΝΑΤΟ. Χωρίς στοιχεία, υπουργοί του Ερντογάν, κατηγόρησαν τις ΗΠΑ για το πραξικόπημα, έχουν απαιτήσει την έκδοση του Γκιουλέν και εάν δεν εκδοθεί απειλούν ότι η χώρα θα γυρίσει την πλάτη της στη Δύση. Στη βάση του Ιντσιρλίκ, το επίκεντρο των αμερικανικών επιθέσεων στη Συρία, η ηλεκτροδότηση έχει διακοπεί. Μπορεί η Τουρκία να μην πληροί τα κριτήρια για την ένταξη στο ΝΑΤΟ αν και η συμμαχία δεν έχει μηχανισμό για να ακυρώνει τη συμμετοχή των μελών που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες.
Με το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ η Τουρκία αποτελούσε το προπύργιο της Δύσης κατά της Σοβιετικής Ένωση και στη συνέχεια απέναντι στο χάος που έχει δημιουργηθεί στη Μέση Ανατολή.
Τα τελευταία χρόνια κάτω από την ηγεσία του κόμματος του Ερντογάν (ΑΚ) η χώρα έγινε το μοντέλο μιας ευημερούσας μουσουλμανικής δημοκρατίας. Είχε επιχειρήσει την ειρήνευση με την κουρδική μειονότητα και η οικονομία αναπτυσσόταν εξαιτίας των ευαίσθητων μεταρρυθμίσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτό το πλαίσιο άνοιξε το φάκελο της διαπραγμάτευσης για την ένταξη της χώρας στην ΕΕ.
Αλλά από τις μαζικές διαδηλώσεις του 2013 στο πάρκο Γκεζί, και τα σκάνδαλα διαφθοράς ο Ερντογάν έγινε πιο αυταρχικός. Ο καθεστώς του άρχισε να φυλακίζει δημοσιογράφους, έκανε παρεμβάσεις στο στρατό και τη δικαιοσύνη και όλα στο όνομα των σχέσεων με το «παράλληλο κράτος» που ο Ερντογάν ισχυρίζεται ότι έχει εγκαθιδρύσει ο Γκιουλέν στη χώρα.
Ως ο βασικός εκφραστής της απομάκρυνσης του Άσαντ από τη Συρία, έκλεινε τα μάτια στο πέρασμα των τζιχαντιστών από την Τουρκία. Τώρα ζητάει συνταγματικές αλλαγές που θα του επιτρέψουν να γίνει εκτελεστικός πρόεδρος, αν και δεν του λείπει η εξουσία και η δύναμη. Έχει χρησιμοποιήσει όλες τις μεθόδους για να το καταφέρει, άφησε τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους να καταρρεύσουν και τώρα η Τουρκία είναι αντιμέτωπη με μία διπλή απειλή, τους Κούρδους και τους τζιχαντιστές.
Εάν το είχε διαχειριστεί πιο σοφά, το πραξικόπημα θα μπορούσε να είναι το κύκνειο άσμα των στρατιωτικών που ακόμη θέλουν να παρεμβαίνουν στην εξουσία. Ο Ερντογάν θα μπορούσε να είχε γίνει ο μεγαλόψυχος ηγέτης που θα ένωνε το διχασμένο κράτος, επαναφέροντας τις ελευθερίες του Τύπου, επαναλαμβάνοντας τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους και χτίζοντας ανεξάρτητους θεσμούς, ικανούς να διαρκέσουν.
Αντίθετα η Τουρκία έχει μπει σε μία παρανοϊκή αδυναμία να δεχθεί οποιαδήποτε διαφωνία, και μοιάζει περισσότερο με ένα αραβικό τυραννικό καθεστώς, που ο Ερντογάν λέει ότι περιφρονεί, παρά με μία χώρα που θα μπορούσε να οδηγηθεί στη Δημοκρατία.
Ο Ερντογάν από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία του κόμματός του, έχει κερδίσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 2002. Η οπτική του για τη δημοκρατία είναι ευδιάκριτα πλειοψηφική, αν και έχει κερδίσει σχεδόν το 50% των ψήφων της χώρας, θεωρεί ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Είναι στα χέρια και κυριαρχικό δικαίωμα, των Τούρκων πολιτών να ελέγχουν τον πρόεδρό τους με ειρηνικές αντιδράσεις στην ενίσχυση των εξουσιών του και να στηρίζουν την αντιπολίτευση στις κάλπες.
Οι δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας πρέπει να προτρέψουν τον Ερντογάν να δείξει συγκράτηση και να σεβαστεί τους νόμους. Αλλά τι θα γίνει εάν δεν ακούσει; Η Τουρκία είναι ένας βασικό σύμμαχος στη μάχη κατά του ISIS. Ελέγχει τις νοτιοανατολικές περιοχές των συνόρων της Ευρώπης και κατά συνέπεια τα πάντα που σχετίζονται με ενεργειακές οδούς και προσφυγικές ροές. Η Ευρώπη δεν μπορεί να αλλάξει γεωγραφική θέση, αλλά μπορεί να κάνει τον εαυτό της λιγότερο ευάλωτο, ξεκινώντας με ένα σύστημα αποτελεσματικού ελέγχου των συνόρων της και διαχείρισης των προσφύγων που ζητούν άσυλο. Αν και ο Ερντογάν κρατάει στα χέρια του ισχυρά χαρτιά, δεν είναι άτρωτος απέναντι στις πιέσεις. Αμέσως πριν από το πραξικόπημα επιχείρησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με το Ισραήλ και τη Ρωσία.
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Ερντογάν -η οικονομία- έχει γίνει το αδύνατο σημείο του. Πολλοί τουρίστες φοβούνται πλέον να επισκεφτούν την Τουρκία, άρα το ήδη υπάρχον έλλειμμα θα διευρυνθεί. Για να μην βυθιστεί η χώρα θα χρειαστεί ξένες επενδύσεις και δάνεια, άρα θα πρέπει να διαβεβαιώσει ότι η Τουρκία είναι ένα σταθερό κράτος. Με τον Ερντογάν να λειτουργεί σαν εκδικητικός Σουλτάνος, αυτό θα είναι δύσκολο.
Οι επιπτώσεις του πραξικοπήματος θα είναι αισθητές για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι οργανωτές του πραξικοπήματος σκότωσαν πολλούς συμπατριώτες τους, μείωσαν την αξιοπιστία του στρατού και περιόρισαν την δυνατότητά του, να προστατεύσει τα σύνορα και να καταπολεμήσει την τρομοκρατία, ταρακούνησαν τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και έδωσαν επιχείρημα στον Ερντογάν για να άρει τους δημοκρατικούς περιορισμούς. Φοβερός απολογισμός για την επιχείρηση μίας νύχτας των ανθρώπων που θέλησαν να κατακτήσουν την εξουσία.
Διαβάστε το άρθρο τουεβδομαδιαίου περιδικού Εconomist που εκδίδεται στη Μεγάλη Βρετανία, με τίτλο «Ηe failed coup in Turkey – Erdogan’s revenge» στα αγγλικά, πατώντας ΕΔΩ