Το 1999, ένας πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης με το όνομα, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είχε φυλακιστεί και αποκλειστεί από την πολιτική ζωή της χώρας του για την απαγγελία ενός ποιήματος.
«Οι Μιναρέδες μας είναι οι ξιφολόγχες μας,
οι τρούλοι μας είναι τα κράνη μας και
τα τζαμιά μας είναι οι στρατώνες μας»,
ήταν οι ενοχοποιητικοί στίχοι.
«Η αναφορά μου στη ζωή, είναι το Ισλάμ. Αν δεν είμαι σε θέση να μιλήσω γι’ αυτό, ποια είναι η χρησιμότητα της ζωής;», είχε πει χαρακτηριστικά.
Η απαγόρευση στον Ερντογάν δεν κράτησε. Τώρα ο πρόεδρος της Τουρκίας (και πρωθυπουργός της για 11 χρόνια πριν από αυτό), ηγείται μιας εθνικής κάθαρσης των υπόπτων εχθρών του, μετά την αποτυχία ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος εναντίον της κυβέρνησής του την περασμένη εβδομάδα.
Για δεκαετίες, σε μεγάλο μέρος της Μέσης Ανατολής, ισλαμιστές πολιτικοί όπως ο Ερντογάν δεν ήταν σε θέση να μιλήσουν, και, όταν το έκαναν, συχνά αντιμετώπιζαν ως συνέπεια ένα κελί φυλακής ή την θηλιά ενός δημίου. Από την Αλγερία, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, οι κρατικοί μηχανισμοί επανειλημμένα εξαπέλυσαν επιχειρήσεις καταστολής -σε διάφορους βαθμούς αγριότητας- με σκοπό την περιθωριοποίηση του πολιτικού Ισλάμ και τη σύνθλιψη των δημοκρατικών ελευθεριών, ενώ την ίδια στιγμή τα δικαιολογούσαν για τη διατήρηση των κοσμικών αξιών των χωρών τους. Η Δύση, προτιμώντας τους αυταρχικούς «διαβόλους» που ήδη γνώριζε, περισσότερο από τους ισλαμιστές, έκανε συχνά τα στραβά μάτια.
Ως απάντηση, πολλά από τα ισλαμιστικά κινήματα που ξεπήδησαν κάτω από την επιρροή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας -ομάδα της Αιγύπτου- όπως είναι και το κόμμα του Ερντογάν έχουν αγκαλιάσει σταδιακά τη γλώσσα του πλουραλισμού, της δημοκρατικής πολιτικής και των εκλογών. Κυρίως, όμως, αυτοί οι «μοντέρνοι» ισλαμιστές βλέπουν τη δημοκρατία, όχι ως αξία από μόνη της, αλλά ως μια τακτική που θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση της «αληθινής» ισλαμικής τάξης. Γι ‘αυτούς, η κάλπη ήταν απλά ο πιο εφικτός τρόπος για να αποδυναμώσει τα μετα-αποικιακά, κοσμικά συστήματα εξουσίας που, στα μάτια των οπαδών τους, απέτυχαν να διασφαλίσουν τη δικαιοσύνη ή την ανάπτυξη για τους απλούς μουσουλμάνους κατοίκους τους.
Το 2005, ο Ερντογάν –που είχε ήδη αναλάβει πρωθυπουργός της Τουρκίας και είχε τη φήμη της βελτίωσης της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα του και της προώθησης της ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε μια ομιλία σε ένα ταξίδι του στην Αυστραλία, κατά την οποία του ξέφυγε η αλήθεια αυτή, λέγοντας ότι «βλέπει τη δημοκρατία μόνο ως “ένα όχημα”».
Μέσα στην επόμενη δεκαετία από τότε, ο Ερντογάν θα έχει εξαφανίσει την αντιπολίτευση από τον κρατικό μηχανισμό, τη δημόσια διοίκηση, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον στρατό και το δικαστικό σώμα της Τουρκίας. Στον απόηχο του αποτυχημένου πραξικοπήματος -μια ζωντανή επιβεβαίωση ότι οι υποψίες του δεν ήταν αβάσιμες- έχει ξεκινήσει μια επιχείρηση αφανισμού με δεκάδες χιλιάδες πιθανούς αντιπάλους, μεταξύ των οποίων και οι σχεδόν 9.000 κρατούμενοι, μετά την αποτυχία του σχεδίου ανατροπής του. «Όλοι οι έλεγχοι και οι ισορροπίες του δημοκρατικού συστήματος έχουν πλέον εξαλειφθεί», είπε ο Soner Cagaptay, ένας Τούρκος εμπειρογνώμονας του Ινστιτούτου για την Πολιτική στην Εγγύς Ανατολή που εδρεύει στην Ουάσινγκτον.
Στην Αίγυπτο, οι ελπίδες για δημοκρατία είχαν αναθερμανθεί στον απόηχο των διαδηλώσεων στην πλατεία Ταχρίρ του 2011, που συνέβαλλαν στην ανατροπή της πολύχρονης δικτατορίας του Χόσνι Μουμπάρακ. Αλλά ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας, ο Μοχάμεντ Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, σύντομα, μόλις λίγους μήνες μετά την εκλογή του το 2012, ξεκίνησε τη δική του προσπάθεια για εδραίωση της εξουσίας του, χορηγώντας στον εαυτό του ασυλία από τη δικαστική εξουσία. Η απόπειρα του για «αρπαγή εξουσίας» διακόπηκε απότομα μετά και το επιτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα που έλαβε χώρα το επόμενο έτος, το οποίο και εγκατέστησε τον τωρινό ισχυρό άνδρα της χώρας, τον Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι. Ενα καθεστώς του έχει γρήγορα αποδειχθεί ως πιο καταπιεστικό, ακόμη και από αυτό του Μουμπάρακ.
Αυτός ο κύκλος των συγκρούσεων -μεταξύ του περιχαρακωμένου «βαθέος κράτους», που κυριαρχείται από τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας μιας χώρας, και των ισλαμικών κινημάτων, που εμφανίζονται πρόθυμα να «αρπάξουν» όσο το δυνατόν περισσότερη εξουσία κάθε φορά που εκλέγονται, εξαιτίας και των δικαιολογημένων φόβων τους ότι σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα τους επιτρεπόταν να κυβερνήσουν- υπήρξε ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο η δημοκρατία απέτυχε να ριζώσει στη Μέση Ανατολή.
Στιγματισμένα από τη συμμαχία τους με τη Δύση ή με τα αυταρχικά καθεστώτα που κατείχαν την εξουσία, τα φιλελεύθερα και κοσμικά κόμματα έχουν αγωνιστεί για να αναδυθούν ως η «τρίτη επιλογή» σε ένα μεγάλο μέρος της ευρύτερης περιοχής. Και η δημοκρατία, μετά από όλα αυτά, είναι μια δύσκολη πρόταση, όταν καμία από τις δύο σημαντικότερες δυνάμεις που διαμορφώνουν την πολιτική στην Μέση Ανατολή -η «παλιά φρουρά» και τα ισλαμιστικά κινήματα- πιστεύουν πραγματικά σε αυτήν.
Η δημοκρατική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι η Τυνησία, μία Αραβική δημοκρατία που κατάφερε να αναδυθεί από την «Αραβική Άνοιξη» του 2011. Είναι η μόνη χώρα που χαρακτηρίζεται σήμερα ως «ελεύθερη» από Freedom House, έναν αμερικάνικο οργανισμό που αναλύει τις πολιτικές ελευθερίες και τα πολιτικά δικαιώματα σε 17 μουσουλμανικά έθνη στη Μέση Ανατολή και στην Βόρεια Αφρική. Αυτό είναι το χειρότερο ρεκόρ για οποιαδήποτε περιοχή.
«Υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν για να έχει η δημοκρατία μια ευκαιρία. Η Εκπαίδευση, η ιδέα του πλουραλισμού και η διάθεση για συναίνεση είναι σε έλλειψη σε πολλές από αυτές τις χώρες», δήλωσε ο Χασάν Χασάν, ένας ερευνητής στο Ινστιτούτο Ταχρίρ για την πολιτική στην Μέση Ανατολή, που εδρεύει επίσης στην Ουάσινγκτον.
Αυτό το πρόβλημα δημοκρατίας δεν συνδέεται τόσο με το Ισλάμ, μια αρχαία θρησκεία, όσο με το πολιτικό Ισλάμ -μια σύγχρονη ιδεολογία που αναπτύχθηκε στο 20ο αιώνα στην Αίγυπτο, για την αντιμετώπιση εν μέρει της υπανάπτυξης της Μέσης Ανατολής σε σχέση με τη Δύση. Οι ιδρυτές της, στην Μουσουλμανική Αδελφότητα, αντιμετώπισαν τον βίαιο θάνατό τους –Ο Χασάν αλ-Μπάνα πυροβολήθηκε το 1949 και ο Σαγίντ Κουτμπ απαγχονίστηκε από την αιγυπτιακή κυβέρνηση το 1966, αλλά οι ιδέες τους ρίζωσαν σε όλη τη Μέση Ανατολή, μετά και τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των αυταρχικών καθεστώτων που κήρυξαν τις αντίπαλες ιδέες του σοσιαλισμού και του Αραβικού εθνικισμού. Τα «ιδεολογικά «τέκνα» της Αδελφότητας αντιπροσωπεύουν σήμερα τα κυρίαρχα πολιτικά κινήματα από το Μαρόκο, έως την Τουρκία, έως τη Λωρίδα της Γάζας.
Αλλά ο μουσουλμανικός κόσμος είναι κατά κάτι ευρύτερος από τη Μέση Ανατολή. Και όσο μακρύτερα ταξιδεύει κανείς από τον πυρήνα της Μέσης Ανατολής, τόσο μικρότερη είναι η σημασία του πολιτικού Ισλάμ. Στην πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα του κόσμου, την Ινδονησία, υπάρχει μια επιτυχημένη δημοκρατία από το 1999. Τα συντηρητικά ισλαμικά κόμματα έχουν παραμείνει στο περιθώριο της εξουσίας, και τα τοπικά αιτήματα για περισσότερους θρησκευτικούς κανόνες έχουν αντιμετωπιστεί από τις κυβερνήσεις μέσω των πολιτικών αποκέντρωσης.
«Ακόμα και που είμαστε ως επί το πλείστον μουσουλμάνοι, ο τρόπος που ασκείται το Ισλάμ έχει πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τόπο σε τόπο. Εμείς στην Ινδονησία θελήσαμε να ζήσουμε όλοι μαζί, με ποικιλομορφία. Είμαστε διαφορετικοί, και αυτό έχει δημιουργήσει μια πρόκληση για τα ισλαμιστικά κινήματα, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα», εξήγησε ο Σαμσούλ Μααρίφ, υπότροφος στο Κέντρο Θρησκευτικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του «Gadjah Mada» Πανεπιστημίου της Γιογκιακάρτα, που εδρεύει στο νησί της Ιάβα στην Ινδονησία.
Τα Ισλαμιστικά πολιτικά κόμματα έχουν επίσης επανειλημμένα αποτύχει στις κάλπες στην χώρα του Πακιστάν, τον δεύτερο πιο πολυπληθή μουσουλμανικό λαό του κόσμου. Αυτός είναι και ένας λόγος που οι ριζοσπάστες ισλαμιστές του Πακιστάν έχουν ασπαστεί τη στρατηγική της τρομοκρατίας, αντί των εκλογών. Ακόμα κι αν ο στρατός του Πακιστάν εξακολουθεί να διατηρεί σημαντική επιρροή στην εξωτερική πολιτική και την εσωτερική ασφάλεια, η δημοκρατία δείχνει να παγιώνεται μετά και το τέλος της στρατιωτικής κυριαρχίας το 2008. Οι εκλογές μάλιστα του 2013 οδήγησαν στην πρώτη ομαλή παράδοση της εξουσίας μεταξύ των αντίπαλων πλευρών. Έξω από τη Μέση Ανατολή, η δημοκρατία δείχνει να «δουλεύει», τουλάχιστον μέχρι στιγμής, σε έθνη με μουσουλμανική πλειοψηφία, σε έθνη που διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, όσο η Σενεγάλη με την Αλβανία.
Αλλά οι πολιτικές ιδέες τείνουν να ταξιδεύουν πάντα από τον πυρήνα του μουσουλμανικού κόσμου προς την περιφέρειά του, και όχι το αντίστροφο. Πριν από μια δεκαετία, το δυτικοαφρικανικό έθνος του Μάλι παρουσιαζόταν ως το πιο ελεύθερο μουσουλμανικό δημοκρατικό κράτος του κόσμου, μια πιθανή πηγή έμπνευσης για τις δημοκρατικές δυνάμεις στις εμπόλεμες χώρες, το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Πολύ σύντομα, το 2012, η δημοκρατία και το ίδιο το Μάλι κατέρρευσαν κάτω από την επίθεση των ριζοσπαστών ισλαμιστών που έχουν ως πρότυπο τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα.
Τα επιχειρήματα σχετικά με το ρόλο της θρησκείας -και της θεόπνευστης ηθικής- στο δημόσιο βίο δεν είναι ασφαλώς μοναδικό προνόμιο των μουσουλμανικών κοινωνιών. Ισχυρές δυτικές δημοκρατίες έχουν καταπιαστεί με αυτά τα θέματα για πάρα πολλά χρόνια, και όχι πάντα με επιτυχία. Άλλωστε, κατά τη διάρκεια της ζωής πολλών ηλικιωμένων Αμερικανών, ήταν κακούργημα η πώληση αλκοόλ ή η μοιχεία ή η ομοφυλοφιλική σεξουαλική επαφή.
Διαβάστε το πλήρες άρθρο του Yaroslav Trofimov της αμερικάνικης εφημερίδας The wall Street Journal με τίτλο «The Crisis of Political Islam» στα αγγλικά, πατώντας ΕΔΩ