Η κατάρρευση της Jetoil και η δραματική κορύφωσή της με την αυτοκτονία του επικεφαλής της Κυριάκου Μαμιδάκη, είναι το πλέον ηχηρό σημάδι για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύνολο του κλάδου της εμπορίας πετρελαιοειδών, ένας κλάδος που άνθισε τον καιρό της ευμάρειας για να βρεθεί “με την πλάτη στον τοίχο” τα τελευταία χρόνια της κρίσης.
Η μείωση της καταναλωτικής δυνατότητας των πολιτών έφερε ραγδαία μείωση στους όγκους πωλήσεων των εταιρειών πετρελαιοειδών, ενώ η υπερφορολόγηση έκανε τα καύσιμα είδος πολυτελείας. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν, μιλώντας στο news247 παράγοντες του χώρου, εάν δεν προέκυπτε η ευνοϊκή συγκυρία με τις χαμηλές διεθνείς τιμές πετρελαίου, την τύχη της Jetoil θα την είχαν ήδη και άλλες εταιρείες.
Η προοπτική αυτή, να προκύψουν δηλαδή και άλλες χρεοκοπίες, αποτελεί άλλωστε έναν συνεχή κίνδυνο, καθώς ο κλάδος πρόκειται να δεχθεί νέα χτυπήματα που έχουν μεν προαναγγελθεί και ψηφιστεί, αλλά δεν έχουν ακόμα εφαρμοστεί.
Από τις αρχές του επόμενου χρόνου θα εφαρμοστεί η αύξηση στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στις βενζίνες και στο πετρέλαιο κίνησης και από την επόμενη χειμερινή περίοδο, δηλαδή από τον Οκτώβριο, θα έχουμε αύξηση στο φόρο του πετρελαίου θέρμανσης.
Ήδη σήμερα οι παντός είδους φορολογικές επιβαρύνσεις έχουν φτάσει να αντιπροσωπεύουν το 70% της τελικής τιμής, με το κόστος του προϊόντος να είναι μόλις στο 27% και το περιθώριο εμπορίας (εταιρείες, πρατηριούχοι, μεταφορείς) να αντιπροσωπεύει μόλις το 5,09% της τελικής τιμής του καταναλωτή!
Η κατάσταση στην αγορά συνεχίζει να παρουσιάζει στοιχεία καθίζησης: Σύμφωνα με ανεπίσημα ακόμα στοιχεία, η πτώση στις βενζίνες τον Ιούνιο είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί ιστορικά φτάνοντας το 14%. Αντίστοιχα σημαντική είναι και η πτώση και στις πωλήσεις του πετρελαίου κίνησης (-7%). Για Ιούνιο τα μεγέθη αυτά χαρακτηρίζονται από κύκλους της αγοράς ως πρωτοφανή και όπως χαρακτηριστικά λέγεται από ανθρώπους της αγοράς “τέτοια πτώση δεν είχαμε δει ούτε στα capital controls και αυτό είναι καθαρά θέμα ψυχολογίας των καταναλωτών που ενόψει της φορολαίλαπας, δεν βγαίνουν, δεν ταξιδεύουν, δεν πάνε διακοπές”.
Η παράμετρος “πετρέλαιο θέρμανσης” είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς πολλές εταιρείες ποντάρουν στο συγκεκριμένο προϊόν, ενώ όλες είδαν την περυσινή περίοδο μια ανάκαμψη, καθώς, αφενος μεν είχαν μειωθεί οι διεθνείς τιμές, αφετέρου είχαν μειωθεί οι φόροι. Με την προφασισθείσα εκ νέου αύξηση, καθώς και με τη μείωση του ΕΦΚ στο άμεσα ανταγωνιστικό καύσιμο, το φυσικό αέριο, οι προοπτικές για το πετρέλαιο κίνησης δεν διαγράφονται ευνοϊκές με ότι αυτό συνεπάγεται για τις εταιρείες εμπορίας.
Πληροφορίες μάλιστα μιλούν και για μία ακόμη μικρότερη εταιρεία καυσίμων, η οποία βρίσκεται “δύο βήματα πίσω από τη Jetoil” και η οποία αναμένεται να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα το χειμώνα καθώς στηρίζεται πολύ στη διακίνηση του πετρελαίου θέρμανσης.
Πηγές των βενζινοπωλών θεωρούν ότι με τη νέα φορολόγηση του κλάδου, την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και τα προβλήματα της αγοράς μέχρι το τέλος του έτους αναμένεται να υπάρξουν τουλάχιστον 200 με 300 νέα λουκέτα σε πρατήρια. Κατά την περίοδο της κρίσης από το 2009 έως σήμερα εκτιμάται ότι ο κλάδος των πρατηριούχων έχει πληρώσει βαρύ τίμημα με περίπου 2500 λουκέτα, τα οποία βεβαίως επηρεάζουν άμεσα τις εταιρείες εμπορίας των οποίων τη “σημαία” είχαν τα βενζινάδικα αυτά.
Από τις πρώτες θέσεις στο άρθρο 99
Η κρίση και τα επακόλουθά της στον κλάδο των πετρελαιοειδών υπήρξε καθοριστική για τη φθίνουσα πορεία της Mamidoil Jetoil των Κυριάκου και Νίκου Μαμιδάκη, μιας ιστορικής εταιρείας που κατέληξε να προσφύγει και να υπαχθεί στο άρθρο 99.
Η Jet oil ήταν μια εταιρεία η οποία διέθετε πάντα σημαντική παρουσία στην αγορά, ενώ είχε ακόμη και μεγάλης αξίας πάγια όπως οι αποθήκες στη Θεσσαλονίκη, για τις οποίες εκτιμάται ότι θα δοθεί “μάχη” αφού αποτελούν ένα σημαντικό asset.
Το 2009 η εταιρεία και ενώ ήδη τα πρώτα σημάδια της κρίσης είχαν κάνει την εμφάνισή τους, προχωρούσε στην απόκτηση περίπου 60 πρατηρίων από τη Dracoil και ακόμη 10 πρατηρίων της El Petrol, φτάνοντας τον αριθμό των πρατηρίων της στα 630 και αυξάνοντας το μερίδιο αγοράς της από το 8% σε πάνω από 10%.
Το 2010 η εταιρεία ξεκίνησε συνεργασία με τη γαλλική Total, η οποία μάλιστα είχε ακουστεί ότι επιχειρήθηκε να επεκταθεί ακόμη περισσότερο, κάτι που τελικά δεν επιβεβαιώθηκε στην πράξη.
Τα δίκτυα αυτά προσέθεσαν όγκους και δανεισμό και αποτέλεσαν ένα στοίχημα που υπό άλλες συνθήκες ίσως να είχε βγει. Όχι όμως μέσα στην κρίση και υπό συνθήκες δραματικής πτώσης της ζήτησης και υπερφορολόγησης του κλάδου των καυσίμων.
Οι κινήσεις αυτές μέσα στην κρίση είχαν ως αποτέλεσμα στον ισολογισμό του 2014 να εμφανίζονται επισφάλειες ύψους 82,5 εκατ. ευρώ ενώ σήμερα εκτιμάται ότι έχουν ξεπεράσει τα 100 εκατ. ευρώ. Αντίστοιχα στον ίδιο ισολογισμό οι ληξιπρόθεσμες μακροπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες έφταναν τα 107 εκατ. ευρώ για τις οποίες η εταιρεία δεν είχε προβεί σε ρύθμιση. Αντίστοιχα οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις υπερέβαιναν κατά 143 εκατ. ευρώ το ενεργητικό.
Έτσι η εταιρεία που πέραν της παρουσίας της στην Ελλάδα είχε σημαντική παρουσία και εκτός συνόρων με εξαγωγές σε χώρες των Βαλκανίων όπως Σκόπια, Σερβία, Μαυροβούνιο άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα τα οποία επιδεινώθηκαν δραματικά πέρυσι. Ήταν η χρονιά που αποφασίστηκε υπό το βάρος των δυσκολιών να διακοπεί ο εφοδιασμός του δικτύου της στη Νότια Ελλάδα και τα πρατήρια ξεκίνησαν να τροφοδοτούνται αποκλειστικά από τα διυλιστήρια ή άλλαξαν σήμα. Η εταιρεία κατέβαλε προσπάθειες ώστε να κρατήσει το δίκτυό της στη Βόρεια Ελλάδα και το Ιόνιο, ενώ από τα τέλη του 2015 και τις αρχές της φετινής χρονιάς άρχισε να χάνει με ακόμη πιο εντατικούς ρυθμούς το δίκτυό της. Ο κύριος όγκος των πρατηρίων έχει μεταφερθεί σύμφωνα με πληροφορίες στις εταιρείες Coral (Shell), Aegean, Elinoil και ΕΚΟ.
Οι εγκαταστάσεις στο Καλοχώρι
Με δεδομένο ότι το δίκτυο πρατηρίων της εταιρείας έχει ουσιαστικά μηδενιστεί, ερωτηματικό αποτελεί τι θα γίνει με το κυριότερο asset της εταιρείας που ήταν πάντα οι εγκαταστάσεις στο Καλοχώρι της Θεσσαλονίκης εκεί όπου βρίσκονται οι αποθήκες της. Οι χώροι αυτοί αντιστοιχούν στο 14% της συνολικής αποθηκευτικής ικανότητας της χώρας για καύσιμα και από εκεί διακινούνταν προ κρίσης ετησίως 2 εκατ. κυβικά καυσίμων σημαντικό κομμάτι των οποίων αφορούσε σε εξαγωγές στα Βαλκάνια.
Στη σημερινή τους μορφή οι αποθήκες με τις 15 δεξαμενές 200 χιλ. κυβικών διαμορφώθηκαν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1986, η οποία συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων βιομηχανικών δυστυχημάτων στην σύγχρονη ιστορία της χώρας. Η μεγάλη αυτή φωτιά ουσιαστικά στάθηκε αφορμή για να αλλάξει η νομοθεσία για την πυρασφάλεια των βιομηχανικών εγκαταστάσεων.
Πρέπει να αναφερθεί ακόμα ότι ο όμιλος διαθέτει μέσω της MAMIDOIL – ALBANIAN S.A. στο Δυρράχιο αποθήκες χωρητικότητας 12 χιλ. κυβικών, και στο Κόσοβο αποθήκες 18 χιλ. κυβικών (Standardplin Sh.p.k.) ενώ δραστηριοποιείται επίσης στη Σερβία και τη Βουλγαρία.
Ειδικά στον τομέα των αποθηκών, αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία είχε έρθει πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας όταν το 2010 έστελνε επιστολή στον πρωθυπουργό διαμαρτυρόμενη για το μπλόκο στην επένδυση δημιουργίας αποθηκών στη Σούδα της Κρήτης, μια επένδυση ύψους 20 εκατ. ευρώ. Η ιστορία της επένδυσης στη Σούδα ξεκίνησε το 1972, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να εξασφαλίσει τις απαραίτητες άδειες, γεγονός που αποτελούσε πάντα αιτία οργής από τους αδελφούς Μαμιδάκη.