Πώς είναι δυνατόν ένας χώρος που μεγάλωσε με το όραμα του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία και υπερασπίστηκε τον πλουραλισμό να υιοθετεί, σήμερα, ολοκληρωτικές πρακτικές;
Ένα «φάντασμα» πλανιέται πάνω από τη χώρα: Το φάντασμα του κυνισμού και της χυδαιότητας. Είναι το υποκατάστατο της «πολιτικής» και «ιδεολογικής» αναφοράς της Νέας Εξουσίας. Και αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία μας.
Διότι στο παρελθόν, ακόμη και οι εκτροπές που γνώρισε η χώρα, όπως ο εμφύλιος πόλεμος, είχαν μία ρητή διαφορά από τη σημερινή εξουσία: δεν ήταν αποκυήματα κάποιου καθαρόαιμου κυνισμού ή της χυδαιότητας ενός συρφετού ιδιοτελών της εξουσίας, αλλά υπηρετούσαν, έστω και αιματηρά, ιδεολογήματα. Ήταν αυτό που επέτρεπε στους πατεράδες μας να διακινδυνεύουν εκατέρωθεν και τη ζωή τους, αλλά να μην αποσυντίθεται η χώρα.
Εκείνο όμως που τροφοδοτεί τη μελαγχολία μας δεν είναι ο κυνισμός της Νέας Εξουσίας, αλλά η ιστορική καταγωγή αυτού του κυνισμού. Κάτι που –αν δεν τεθεί στις πραγματικές του διαστάσεις– ανατρέπει ένα από τα πιο γοητευτικά μεταχουντικά «στερεότυπα»: τον Ρήγα Φεραίο, ως δημιουργό πολιτισμού. Το οποίο μάλιστα «στερεότυπο», δεν δημιουργήθηκε αυθαίρετα, αλλά είχε αναφορά σε αδιαμφισβήτητες πραγματικότητες.
Διότι πραγματικότητα και όχι δημιούργημα της φαντασίας μας, ήταν οι «Ρηγάδες» που γνωρίσαμε. Οι οποίοι –στην πλειονότητά τους– είχαν μία κρίσιμη διαφορά απ’ όλους μας: όταν εμείς οι άλλοι (κνίτες των γκουλάγκ, μαοϊκοί των παγετώνων, δήθεν αντιεξουσιαστές και «αυτόνομοι», έτοιμοι όμως να φιμώσουμε με τη βία όλες τις αντίθετες απόψεις κ.ο.κ.), εκφράζαμε με βαρβαρισμούς την πίστη μας σε βεβαιότητες, αυτοί διατύπωναν την γνώμη τους ή ερωτήματα. Που πάει να πει πως ήταν οι μόνοι που δημιουργούσαν πολιτική. Διότι, όπως πολύ αργά καταλάβαμε (κάποιοι δεν το κατάλαβαν ποτέ), η πολιτική δεν παράγεται από την πίστη, αλλά από την γνώμη, τη «δόξα» – «έδοξε τη βουλή…».
Και ήταν φυσικό να συμβεί αυτό. Διότι ο «Ρήγας» ήταν η νεολαία ενός κόμματος, που δεν προήλθε από τη στοίχιση των μελών του με κάποια παρούσα ή μελλοντική βεβαιότητα, αλλά από τη ρήξη με βεβαιότητες. Έστω «κουτσά – στραβά», έστω ρηχά. Άλλωστε, δεν έχει σημασία το αρχικό «βάθος» της όποιας αμφισβήτησης, διότι αυτή δεν προκαθορίζεται. Αρκεί να αρχίσουν οι ερωτήσεις. Διότι, όταν αυτές αρχίσουν, διαβρώνεται και «πάει περίπατο» η κάθε πίστη. Και αυτοί επέβαλαν τις ερωτήσεις, σε ένα πολιτικό ρεύμα όπου οι ερωτήσεις ήταν απαγορευμένες. Και από τη στιγμή που τέθηκαν δεν τέλειωναν, μέχρι την αποκαθήλωση των εικόνων.
Έτσι οι «Ρηγάδες» δεν ήταν τα οργισμένα παιδιά, που μόλις πέρναγε η οργή παλινδρομούσαν στην ασφάλεια της γονεϊκής θαλπωρής, αλλά προϊόντα και υποκείμενα της πραγματικής αποκαθήλωσης των φαντασμάτων. Την οποία αποκαθήλωση έφερε κυρίως η γνώση για το τι σημαίνει το σταλινικό παραλήρημα πως μία είναι η αλήθεια και ένας ο κάτοχός της, το κόμμα. Γι’ αυτό και αρνήθηκαν ρητά όλες τις πρακτικές εκφάνσεις της πολιτικής θεολογίας του σταλινισμού. Από τα γκουλάγκ μέχρι την περιφρόνηση των θεσμών και κυρίως την εργαλειακή τους εκμετάλλευση. Και αυτά, όχι εν ονόματι κάποιας ποιητικής εκδοχής «αμεσοδημοκρατίας», που γοητεύει μεν αλλά κλείνει το μάτι στην τυραννία, αλλά εν ονόματι μιας αφόρητης «πεζότητας». Των κατακτήσεων των δημοκρατικών κινημάτων της Δύσης και των θεσμών που αυτά δημιούργησαν. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος δημαγωγός που γνωρίσαμε, γι’ αυτήν ακριβώς την εξαιρετικά γενναία επιλογή, τους συκοφάντησε ως «αριστερά των σαλονιών»!
Και εδώ πάλι η ιστορία έκανε την πανουργία της. Διότι, ένα δυναμικό τμήμα αυτής της νεολαίας, παρά το γεγονός ότι αρνήθηκε τον σταλινισμό επειδή κατάλαβε την ουσία του, εν τούτοις παλινδρόμησε σ’ αυτόν. Είναι αυτοί που στην αργκό της Αριστεράς ονομάστηκαν «μπανιάδες» και που από μικρή συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκαν σε «σκληρό πυρήνα» της σημερινής κυβέρνησης.
Οι οποίοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Γνωρίζοντας από παλιά ότι το σταλινικό ιδεολόγημα είναι ένα παραλήρημα, στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία ιδεολογία. Δεν μοιάζουν δηλαδή καθόλου με αυτούς οι οποίοι,ως τυπικοί πιστοί στην θρησκεία του σταλινισμού, αρνήθηκαν να μάθουν έστω ότι υπήρξαν γκουλάγκ. Οπότε, συνεχίζοντας μέχρι σήμερα την παρανοϊκή σχέση τους με την πραγματικότητα, φαίνεται να πίστευαν σοβαρά πως η χώρα θα είχε χρήματα αν κατελάμβαναν το νομισματοκοπείο!
Αντίθετα, όσα στελέχη της κυβέρνησης έχουν τη συγκεκριμένη διαδρομή, δεν πιστεύουν σε τίποτε, πλην της εξουσίας. Είναι αυτό που τους επιτρέπει να γίνονται φορείς ενός άδειου ιδεολογικά ολοκληρωτισμού και να ενεργούν κυνικά ως λούμπεν, με μοναδικό «προσόν» την έλλειψη κάθε ηθικής ή δημοκρατικής αναστολής (βλ. Φίλης, Σκουρλέτης κ.λπ.). Μάλιστα, όσοι δεν είχαν τα πιστοποιητικά των «μπανιάδων» για την έγκαιρη προσχώρησή τους σ’ αυτό το στρατόπεδο, στον κυνισμό προσθέτουν και τη χολερικότητα, προκειμένου να γίνουν αποδεκτοί (βλ. Παπαδημούλης). Όσοι δε άργησαν ακόμα παραπάνω (βλ. Νεφελούδης), μαζί με όλα τα άλλα, αυτοαναδεικνύονται μέχρι και σε σύμβολα χυδαιότητας, ερωτοτροπώντας έτσι είτε με τη γελοιότητα, είτε με την «αισθητική» του υποκόσμου.
Κι εμείς, τιμώντας του Ρηγάδες που γνωρίσαμε, θα είμαστε εναντίον και του κυνισμού και του ολοκληρωτισμού και της χυδαιότητας. Έστω και αν κάποιος μας αποδείξει ότι αυτό είναι το αναπόδραστο μέλλον μας, ως «ιστορική αναγκαιότητα».