Μείωση των δαπανών υγείας επέφερε η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα την ανισότητα στους δείκτες υγείας μεταξύ πλουσίων και φτωχών Ελλήνων και την μείωση του προσδόκιμου ζωής, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε συνέδριο για τον μέλλον της υγείας, στην Αθήνα.
Συγκεκριμένα, ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, Ιωάννης Υφαντόπουλος, εξήγησε ότι «έχουμε χάσει σε λίγα χρόνια πάνω από το 25% του ΑΕΠ και δυστυχώς η χώρα μας αποκλίνει όλο και περισσότερο φτάνοντας σε επίπεδα του 2003».
Σύμφωνα με έρευνα, καταγράφεται γεωγραφική ανισότητα υγείας και φτώχειας σε επίπεδο δήμων. Στο Χαλάνδρι υπάρχουν πολίτες στα όρια της φτώχειας σε ποσοστό 7%, ενώ στο Αιγάλεω το ποσοστό ξεπερνά το 30%.
Σε άλλη έρευνα του ΕΚΠΑ, φαίνεται ότι η διαφορά στους δείκτες υγείας μεταξύ φτωχών και πλουσίων είναι πάνω από 20%, ενώ και το μορφωτικό επίπεδο που συνδέεται και με το εισόδημα χαρακτηρίζει τα επίπεδα υγείας.
«Η ανισότητα υγείας μειώνει το προσδόκιμο ζωής στο γενικό πληθυσμό» εξήγησε ο κ. Υφαντόπουλος.
Η Χαριτίνη Σταυροπούλου, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου πρόσθεσε ότι αυτή «η μείωση 25% στις δαπάνες υγείας στη Ελλάδα είχε αντίκτυπο στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Ενώ ο Πάνος Μηνογιάννης, γενικός διευθυντής του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου εξήγησε ότι «η μείωση του ΑΕΠ και το μεγάλο ποσοστό ανεργίας επηρεάζει την ασφάλιση των πολιτών. Η Πολιτεία προχώρησε σε οριζόντια μέτρα, χωρίς να έχει προβεί σε διαρθρωτικές αλλαγές, λόγω διοικητικής αδράνειας, πολιτικής αδυναμίας και θεσμικής αντίστασης».
Σύμφωνα με τον κ. Μηνογιάννη «ένα νέο μοντέλο διοίκησης των νοσοκομείων, η αξιολόγηση της ιατρικής τεχνολογίας (HTA), η επένδυση στην έρευνα, η συνεχιζόμενη εκπαίδευση και μία ολοκληρωμένη πολιτική φαρμάκου είναι απαραίτητα για το σύστημα υγείας που χρειαζόμαστε».
Τέλος, η Βαρελί Πάρις από το Τμήμα Υγείας του ΟΟΣΑ ανέφερε ότι «η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω από την 34η θέση στη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου υγείας στις χώρες του ΟΟΣΑ».
Χαρακτηριστικό είναι ότι, η χώρα μας κατέχει το υψηλότερο ποσοστό παιδικής παχυσαρκίας και ενηλίκων καπνιζόντων, ανάμεσα σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Την ίδια στιγμή είναι από τις πρώτες χώρες στη χρήση μαγνητικών και αξονικών τομογραφιών, υπάρχει μικρό ποσοστό χρήσης γενοσήμων και βιο-ομοειδών και έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό νοσηλευτών σε σχέση με τους γιατρούς, χαμηλότερο και από την Κολομβία. Τέλος, το ποσοστό των καισαρικών τομών στην Ελλάδα υπερβαίνει το 60%, υψηλότερο και από την Τουρκία.
«Η πρώτη προτεραιότητα είναι να μειωθεί το ποσοστό πλεονάζουσας και αχρείαστης ιατρικής υπηρεσίας. Παρατηρείται υπερδιάγνωση καρκίνου, αχρείαστες χειρουργικές επεμβάσεις και υπερβολική χρήση ιατρικών μηχανημάτων σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ» υπογράμμισε η κ. Πάρις.