Χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μένει η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944. Φέτος συμπληρώνονται 72 χρόνια από την ηρωική θυσία των «200» στην Καισαριανή μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των ναζί.
Στην κατεχόμενη Αθήνα, 200 κομμουνιστές αιχμάλωτοι, πρώην πολιτικοί κρατούμενοι, εκτελέστηκαν στην Καισαριανή από τους ναζί ως αντίποινα για το θάνατο ενός γερμανού στρατηγού και τριών συνοδών του αξιωματικών στους Μολάους της Λακωνίας, στις 27 Απριλίου του 1944.
Στην πλειοψηφία τους -περίπου170- ήταν πρώην κρατούμενοι επί δικτατορίας Μεταξά στην Ακροναυπλία που οι αρχές τους παρέδωσαν με πρωτόκολλο παράδοσης στους Ιταλούς κατακτητές μετά την πτώση του μετώπου. Mετά την συνθηκολόγηση των Ιταλών, το Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί τους μετέφεραν στο Xαϊδάρι. Oι υπόλοιποι ήταν εξόριστοι από την Aνάφη.
H διαταγή για τις εκτελέσεις δημοσιεύτηκε στον κατοχικό Τύπο στις 30 Απριλίου του 1944:
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1.5.1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Το πρωί της 1ης Μαΐου στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, μετά το προσκλητήριο άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων που συντάχτηκε στο ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν για να μεταφέρουν τους «200» από το Χαϊδάρι, όπου κρατούνταν, στην Καισαριανή. Και ο δρόμος γέμισε σημειώματα, στη μάνα, στον πατέρα, στα αδέλφια, στους αγαπημένους, στους συναγωνιστές, παρακαταθήκη για αυτούς που έμεναν πίσω να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία.
«Καλύτερα να πεθάνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά παρά να ζει σκλάβος» έγραψε στην πορεία του προς το θάνατο ο Νίκος Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά.
Αξέχαστο το «όχι» του Ναπολέοντα Σουκατζίδη στην προσφορά των ναζί να του χαρίσουν τη ζωή, επειδή γνώριζε πέντε γλώσσες και τους ήταν χρήσιμος ως διερμηνέας. Είπε ότι θα δεχόταν να ζήσει μόνο εάν δεν πήγαινε άλλος στο εκτελεστικό απόσπασμα στη θέση του.
«Όταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές» έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας.
Ανά είκοσι άτομα γινόταν οι εκτελέσεις και όσοι έζησαν από κοντά εκείνες τις στιγμές θυμούνται ότι το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα. Πλήθος κόσμου έτρεξε να δει εάν βρισκόταν κάποιος δικός τους στα φορτηγά που επέστρεφαν γεμάτα πτώματα. Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά του κατακτητή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ήρωας Ναπολέων Σουκατζίδης
Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. Στον κατάλογο των θυμάτων, με τον αριθμό 71, υπήρχε το όνομα του Ακροναυπλιώτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη. Επρόκειτο για ένα νέο άνθρωπο, καλλιεργημένο, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ψυχή των κρατουμένων του στρατοπέδου. Τους εμψύχωνε, τους βοηθούσε στην επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και λόγω του ότι ήταν γνώστης της γερμανικής γλώσσας εκτελούσε και χρέη μεταφραστή για τους συντρόφους του, που ήταν υποχρεωμένοι να έρθουν σε επαφή με τον εχθρό. Τόσο πολύ σπουδαίος ήταν ο Ναπολέων, που είχε υποχρεώσει ακόμη και τους Γερμανούς να τον σέβονται.
Ναπολέων Σουκατζίδης, γράφει ο κατάλογος των μελλοθανάτων στον αριθμό 71. Ναπολέων Σουκατζίδης, ακούγεται από το στόμα εκείνου που έχει το μακάβριο έργο να διαβάσει τα ονόματα των αυριανών νεκρών. Και τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου.
– «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων! Οχι εσύ!». Αλλά ο Σουκατζίδης δεν ήταν απ’ αυτούς που θα μπορούσαν να ζήσουν σε βάρος των άλλων.
Η απάντησή του θα μείνει αιώνιο σύμβολο αυτοθυσίας και ηρωισμού:
– «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».
Ο εχθρός δεν είχε σκοπό να κάνει τέτοια χάρη. Στο εκτελεστικό απόσπασμα έπρεπε να οδηγηθούν 200 κομμουνιστές. Ο Σουκατζίδης πήρε το δρόμο των συντρόφων του.
Ο Ναπολέων πήρε το δρόμο προς το θάνατο, κερδίζοντας να ζει αιώνια στις καρδιές του ελληνικού λαού σαν ένας από τους ήρωές του.
Οι 200 μελλοθάνατοι κομμουνιστές οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής – στο «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», όπως το ονόμασε ο λαός αργότερα – το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44. Εκεί τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα βάλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.
Η πρώτη εικοσάδα πήρε θέση απέναντι από τις κάννες των όπλων. Ο επικεφαλής των Γερμανών γύρισε προς τον Σουκατζίδη:
– Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πούνε.
Ο Σουκατζίδης μεταφράζει. Και τότε με μια φωνή οι μελλοθάνατοι απαντούν:
– Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!