Γιάννης Ν. Κουμέντος: Ελληνική εκπαίδευση: Οι προκλήσεις της εποχής και το φαινόμενο του σύγχρονου Σίσυφου.

0

Στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι ανοιχτές αγορές, η διάχυση των γνώσεων και της επικοινωνίας προκαλούν αλλαγές στις κοινωνίες και στα εκπαιδευτικά συστήματα. Η ένταση της διεθνοποίησης με την ανατροπή και ανακατανομή παραδοσιακών παραγωγικών λειτουργιών, την ευχέρεια της πρόσβασης στην πηγή των γνώσεων και πληροφοριών, προκαλούν ανισορροπία και ρευστότητα στους υπάρχοντες θεσμούς και στην οικονομία. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί την ανάγκη της ευέλικτης προσαρμογής των εκπαιδευτικών συστημάτων, ώστε να εξυπηρετούνται καλύτερα οι οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες κάθε χώρας.  

Όμως παρά την έντονη διεθνοποίηση, τις ανοιχτές αγορές, την κινητικότητα, τις επικοινωνιακές εξελίξεις, εξακολουθούν να παραμένουν οι διαφορετικοί ρυθμοί ανάπτυξης, οι άνισοι όροι ανταλλαγής και εθνικής ισχύος. Όλες οι χώρες επιθυμούν να βελτιώσουν  την θέση τους στον παγκόσμιο οικονομικό και παραγωγικό καταμερισμό, δίνοντας προτεραιότητα σε μεταρρυθμίσεις που προωθούν την «κοινωνία της γνώσης».

Η αδυναμία πρόσβασης, πάνω από 1 δις 100 εκατομμυρίων ανθρώπων, στην χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και στις σύγχρονες προσφερόμενες ηλεκτρονικές υπηρεσίες, αποτυπώνει εμφατικά και τις μεγάλες διαφορές ευκαιριών που εξακολουθούν να υπάρχουν στον πλανήτη μας.

Οι προβληματισμοί για το περιεχόμενο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τις σύγχρονες μεθόδους μάθησης, τη χρήση των νέων τεχνολογιών, την ποιότητα λειτουργίας της εκπαίδευσης, απασχολούν το ένα τρίτο του πληθυσμού του πλανήτη, το λεγόμενο Δυτικό Κόσμο, την Ιαπωνία και τμήματα των αναδυόμενων οικονομιών. Οι προτεραιότητες στο υπόλοιπο ποσοστό πληθυσμού είναι διαφορετικές και αφορούν, είτε τη δυνατότητα καταπολέμησης του αναλφαβητισμού π.χ. Αφρική, Ασία, Λ. Αμερική, είτε την αδυναμία ευκαιριών πρόσβασης των γυναικών στην εκπαίδευση π.χ. μουσουλμανικές χώρες, είτε την αποφυγή της εκμετάλλευσης των παιδιών με Ειδικές Ανάγκες.

Η προσαρμογή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, γίνεται την τελευταία εικοσιπενταετία, με χρονική βραδυπορία και παλινδρομήσεις. Η Ε.Ε. προωθεί, με βάση την αρχής της επικουρικότητας, τις συνεργασίες μεταξύ των μελών της υποστηρίζοντας συμπληρωματικές δράσεις στα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα.

Η Ελλάδα, παρά την πρόσφατη οικονομική και κοινωνική κρίση, βρίσκεται στις πρώτες τριάντα πέντε χώρες του παγκόσμιου οικονομικού χάρτη, συμμετέχει ισότιμα στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρ’ ότι εξακολουθεί να διατηρεί ένα ανισόρροπο πρότυπο ανάπτυξης, παραγωγής και κατανάλωσης.

Στη χώρα μας συντηρείται ένα θεσμικό και μη θεσμικό παράλληλο σύστημα διοίκησης και οικονομίας, που δημιουργεί προβλήματα αδιαφάνειας, γραφειοκρατίας, αναποτελεσματικότητας και αυξημένου οικονομικού κόστους. Το πλαίσιο αυτό αναπαράγει έντονα το φαινόμενο της διαπλοκής και του ρόλου των διαμεσολαβητών στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.

Το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί συστημικό στοιχείο του εποικοδομήματος και διέπεται από μια σχετική αυτονομία, που δημιουργεί λειτουργικές αντιφάσεις. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα παρά την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, δεν μπορεί να ξεφύγει από την βραδυπορία προσαρμογής του και αδυνατεί να αποφύγει τα φαινόμενα των καθυστερημένων χρονικά, πολιτικών εκσυγχρονισμού και να ανταποκριθεί έγκαιρα στις κοινωνικές και παραγωγικές ανάγκες της χώρας.

Ο τρόπος οργάνωσης και το περιεχόμενο ενός εκπαιδευτικού συστήματος προσδιορίζεται από ένα συγκεκριμένο αξιακό και φιλοσοφικό υπόβαθρο και από μία συγκεκριμένη παιδαγωγική –εκπαιδευτική ιδεολογία.

Στην Ελλάδα ο τρόπος οργάνωσης και το εκπαιδευτικό περιεχόμενο τροποποιούνται συχνά με την αλλαγή των κυβερνήσεων, αφού αυτές οι πολιτικές,  δεν στηρίζονται σε στρατηγική συμφωνία του πολιτικού συστήματος και ως εκ τούτου έχουμε το φαινόμενο των ανολοκλήρωτων εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και των παλινδρομήσεων .

Σε περιόδους κρίσεων είναι εύκολη η πολιτική της ισοπέδωσης, η οποία δεν αξιολογεί με τεκμηριωμένο τρόπο την προηγούμενη κοινωνική, οικονομική, εκπαιδευτική εξέλιξη και πορεία. Αυτή η πολιτική της ισοπέδωσης και του λαϊκισμού υποβαθμίζει οποιαδήποτε πρόοδο υπάρχει στην εκπαίδευση, δημιουργώντας αισθήματα ανασφάλειας, υπερτονίζοντας τις υπαρκτές αντιφάσεις και αδυναμίες, αποδομεί τους θεσμούς και αυξάνει το βαθμό άρνησης των αναγκαίων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων.

Βασικές λειτουργίες της διοίκησης της εκπαίδευσης, όπως ο προγραμματισμός, ο συντονισμός, η διεύθυνση, ο έλεγχος, ο απολογισμός, η αξιολόγηση, η στελέχωση (οργανικότητα μονάδων, μεταθέσεις, αποσπάσεις,  αριθμός ειδικοτήτων ) αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης και τριβών μεταξύ της πολιτικής ηγεσίας και των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το νομικό πλαίσιο (κριτήρια) επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης στη χώρα μας, δεν έχει εφαρμοσθεί ποτέ το ίδιο για δεύτερη φορά τα τελευταία τριάντα χρόνια.

Η ίδια συμπεριφορά της άρνησης των αλλαγών εμφανίζεται και ως προς το περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Αντίσταση κατά των καινοτομιών, της αριστείας, των νέων προγραμμάτων σπουδών, των υποστηρικτικώνενισχυτικών πολιτικών, των επιμορφώσεων, των νέων διδακτικών μεθόδων, των παιδαγωγικών προτεραιοτήτων, της σύνδεσης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας.

Οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, επαναφέρουν κατεστημένες ισορροπίες του παρελθόντος, επιβραβεύοντας όλες τις συντεχνιακές, κοντόφθαλμες, ουσιαστικά αδιέξοδες και συντηρητικές πολιτικές. Είναι παρεμβάσεις αποσπασματικές που θεραπεύουν πραγματικές ή πλαστές μικρο-ανάγκες, που ικανοποιούν τον συντεχνιασμό και το λαϊκισμό,  αλλά δεν στηρίζονται σε στρατηγικό εκπαιδευτικό σχεδιασμό.

Χρειαζόμαστε λοιπόν μια μεταρρυθμιστική προοδευτική εκπαιδευτική πολιτική που να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, να θέτει προτεραιότητες, να έχει διάρκεια, συνέχεια, να ελέγχεται, να αξιολογείται, να επανασχεδιάζεται διορθωτικά με βάση τα νέα δεδομένα, να συνδέεται με τις κοινωνικές και παραγωγικές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και να λαμβάνει υπόψη της τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις. Δηλαδή μια πολιτική που ουσιαστικά, να ξεπερνά τις «παιδικές αρρώστιες» του πολιτικού συστήματος και να συγκρούεται με τις κατεστημένες, αναχρονιστικές δυνάμεις, εντός και εκτός της εκπαίδευσης.

Αυτό για να επιτύχει χρειάζεται μια στρατηγική εκπαιδευτική συμφωνία μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ύστερα από έναν ουσιαστικό, ειλικρινή και τεκμηριωμένο εθνικό διάλογο.

Εάν δεν υπάρξει αυτή η πολιτική, τότε ο σύγχρονος Σίσυφος της εκπαίδευσης είναι εδώ.

* Ο Γιάννης Κουμέντος είναι Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.

Προηγούμενα άρθρα

  1. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Με αφορμή την έναρξη του διαλόγου για την παιδεία…
  2. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Περί «Γυμνασιοποίησης» του Δημοτικού Σχολείου
  3. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Τα ολοήμερα δημοτικά σχολεία με ΕΑΕΠ, ο νέος ρόλος των εκπ/κών και οι δυσκολίες εφαρμογής του προγράμματος
  4. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Ο νέος ρόλος και οι επιμορφωτικές ανάγκες των εκπαιδευτικών
  5. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Η παγκοσμιοποίηση και η κρίση των Εκπαιδευτικών Συστημάτων
  6. Γιάννης Ν. Κουμέντος: «Τηλεσκουπίδια» ή προϊόντα ελεύθερης αγοράς;
  7. Γιάννης Ν. Κουμέντος: Νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση: στο κρεβάτι του Προκρούστη
Share.

Comments are closed.