Αποκαλύφθηκε χθες το έγγραφο με το οποίο η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας και Ενημέρωσης ανέθεσε στη Σχολή της Φλωρεντίας την οριστική μελέτη, η οποία δεν έχει παραληφθεί ακόμη, για τις τηλεοπτικές άδειες.
Με έγγραφο της, με ημερομηνία 11 Φεβρουαρίου 2016, η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας εισηγείται την απευθείας ανάθεση της μελέτης στη Σχολή της Φλωρεντίας στην οποίο καταβάλλει αμοιβή 20.000 ευρώ!
Όμως για να ανατεθεί οποιοδήποτε έργο σε οποιονδήποτε, όταν το κόστος υπερβαίνει τις 15.000 Ευρώ, ο νόμος ορίζει ότι απαιτείται η διεξαγωγή «πρόχειρου διαγωνισμού», βάσει συγκεκριμένων τεχνικών και οικονομικών προδιαγραφών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κανένας διαγωνισμός δεν έγινε, προσφορές από εξειδικευμένα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν ζητήθηκαν, ενώ ουδεμία οικονομική διαπραγμάτευση δεν επετεύχθη, όπως θα μπορούσε να γίνει αν υπήρχε ο σχετικός ανταγωνισμός.
Η μελέτη αυτή δεν είναι μια απλή έκθεση ιδεών, αλλά αποτελεί -πλέον- νομικό κείμενο μιας και είναι αναπόσπαστο μέρος της αιτιολογικής έκθεσης του ψηφισθέντος νόμου Παππά, βάσει του οποίου εκχωρούνται μόλις 4 τηλεοπτικές άδειες.
Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια , ότι το κράτος από το αποτέλεσμα της μελέτης αυτής μπορεί να έχει απώλειες δεκάδων εκατομμυρίων Ευρώ, μιας και η μελέτη αποκλείει πολλές τηλεοπτικές επιχειρήσεις από τη διεκδίκηση συχνοτήτων.
Εάν, όπως φαίνεται, η Γενική Γραμματεία Επικοινωνίας ανέθεσε απευθείας στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας την εκπόνηση μελέτης αξίας 20.000, τότε υπάρχει αντικειμενικό νομικό πρόβλημα.
Εάν όμως ως όφειλε, η Γενική Γραμματεία διεξήγαγε πρόχειρο διαγωνισμό, οφείλει να ενημερώσει την Βουλή και τον Ελληνικό λαό για τους άλλους (τουλάχιστον 2) επιστημονικούς φορείς που βάσει του Νόμου συμμετείχαν στον διαγωνισμό και τελικώς αποκλείστηκαν και, φυσικά, να δώσει στη δημοσιότητα τις προσφορές που κατέθεσαν με ολόκληρη τη σχετική αλληλογραφία με τη γραμματεία.
Οι δικαιολογίες του τύπου ότι ο φορέας αυτός είναι «ο κατ’ αποκλειστικότητα κατάλληλος» για την παροχή της σχετικής τεχνογνωσίας, είναι αίολες και απολύτως αμφισβητήσιμες από τους περισσότερους καταξιωμένους επιστημονικούς φορείς. Ποιος άραγε θα κρίνει και με ποια κριτήρια την αξιοπιστία αυτού του φορέα και ποιος θα μας εξηγήσει γιατί το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας είναι «ανώτερο» και «πιο αξιόπιστο» από το ΜΙΤ ή τα άλλα αντίστοιχα ιδρύματα.
Το θέμα βρίσκεται ήδη υπό Κοινοβουλευτικό Έλεγχο μέσω των ερωτήσεων που έχουν καταθέσει ο αντιπρόεδρος της Ν.Δ. κ. Άδωνις Γεωργιάδης και ο βουλευτής του Ποταμιού κ. Γιώργος Αμυράς.