Ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1999 Γερμανός συγγραφέας, άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική στο Lübeck.
Ο Γερμανός συγγραφέας του «Τενεκεδένιου ταμπούρλου» και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ο Γκίντερ Γκρας, πέθανε σε ηλικία 87 ετών.
Για πολλούς, ο Γκρας ήταν η φωνή της μεταπολεμικής γενιάς της Γερμανίας που έφερε το βάρος της ενοχής των προγόνων της για τις ακρότητες που διέπραξαν οι Ναζί στην Ευρώπη.
Ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1999, συγγραφέας, άφησε την τελευταία του πνοή σε κλινική στο Lübeck, σύμφωνα με δήλωση του εκδότη του.
Το 1999 βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ποιος ήταν ο Γκίντερ Γκρας
Ο Γκίντερ Γκρας (Gunter Grass) γεννήθηκε στο Ντάντσιχ (σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας) στις 16 Οκτωβρίου του 1927 από γερμανό πατέρα και πολωνή μητέρα. Μαθητής Γυμνασίου τη δεκαετία του ’30 εισέρχεται στη νεολαία του Ναζιστικού Κόμματος. Στρατεύεται στα 16 του και τραυματίζεται σε μάχη το 1945, λίγο πριν από την παράδοση του Γ’ Ράιχ.
Μετά το τέλος του πολέμου εργάστηκε για τα προς το ζην ως αγρότης και ανθρακωρύχος, σπουδάζοντας παράλληλα καλές τέχνες. Πολυσύνθετο ταλέντο, ασχολήθηκε με τη γλυπτική και τη γραφιστική, προτού κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα το 1956, τυπώνοντας ο ίδιος την παρθενική του ποιητική συλλογή.
Παγκόσμια γνωστός έγινε το 1959 με το μυθιστόρημά του «Το τενεκεδένιο Ταμπούρλο» (εκδ. Οδυσσέας), ένα σατιρικό πανόραμα της γερμανικής πραγματικότητας στο πρώτο ήμισυ του αιώνα μας, που έγινε και κινηματογραφική ταινία από τον συμπατριώτη του Φόλκερ Σλέντορφ. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Γάτα και Ποντίκι» (εκδ. Διογένης) και «Σκυλίσια Χρόνια» (εκδ. Διογένης), που συμπλήρωσαν την «Τριλογία του Ντάτσιχ», με την οποία εδραίωσε τη φήμη του.
Πέθανε η «συνείδηση της Γερμανίας»
Βαθύτατα πολιτικοποιημένος, ο Γκύντερ Γκρας αναμίχθηκε έντονα στη γερμανική πολιτική τη δεκαετία του ’60 υπό τη σημαία των σοσιαλδημοκρατών του Βίλι Μπραντ. Από τότε έχει δημοσιεύσει πολλά δοκίμια και λόγους, ονειρευόμενος μία Γερμανία χωρίς φανατισμούς και ολοκληρωτικές ιδεολογίες. Αντιτάχθηκε σθεναρά στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς στη Σερβία το 1999, όπως και στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003.
Στην Ελλάδα έγινε αρκετά γνωστός, καθώς πολλά έργα του βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων, ενώ άρθρα με την υπογραφή του βρίσκονται συχνά στις στήλες των ελληνικών εφημερίδων. Εκτός από την «Τριλογία του Ντάντσιχ», στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Η Πρόβα της εξέγερσης των Πληβείων» (εκδ. Δωδώνη), «Ο κατακλυσμός» (εκδ. Δωδώνη), «Ο Μπουτ το Ψάρι» (εκδ. Οδυσσέας), «Ένα Ευρύ Πεδίο» (εκδ. Οδυσσέας ) και «Δυσοίωνα Κοάσματα» (εκδ. Οδυσσέας).
Το 1999 γίνεται ο έβδομος γερμανός, που βραβεύεται με Νόμπελ Λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί το δοκίμιο «Ο αιώνας μου» (εκδ. Οδυσσέας), μια ματιά στην ιστορία του 20ου αιώνα που φεύγει και το 2002 το μυθιστόρημά του «Σαν τον κάβουρα», που θίγει ένα θέμα ταμπού για τους Γερμανούς: Τη βύθιση από ρωσικό υποβρύχιο του μεταγωγικού «Βίλχελμ Γκούστλοφ», που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες πίσω στην πατρίδα, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 12 Αυγούστου 2006, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» (FAZ) , που ήταν αφιερωμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι», αποκάλυψε ότι στα δεκαεφτά του, υπηρέτησε για διάστημα μικρότερο των δύο μηνών στα ναζιστικά Waffen-SS. Μέχρι τότε ήταν γνωστό ότι στη διάρκεια του πολέμου είχε υπηρετήσει στην αντιαεροπορική άμυνα. Πάντως ο Γκρας διευκρίνισε ότι στο διάστημα αυτό δε συμμετείχε σε καμία εγκληματική δράση και δεν έριξε καμία σφαίρα. Η αποκάλυψη αυτή για το παρελθόν του προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ιστορικών και δημοσιογράφων, αλλά και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας του λογοτεχνικού κόσμου.
Στις 26 Μαΐου 2012 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» το ποίημα του «Η ντροπή της Ευρώπης», αφιερωμένο στην Ελλάδα των μνημονίων.