Από το λαϊκισμό και τη δημαγωγία, στην πρόταξη πολιτικών εξυγίανσης και ανάπτυξης

Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012

Γιάννης Κουμέντος: Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης Αττικής

Ζούμε στη χώρα μας μια ολόπλευρη κρίση. Κρίση οικονομική, θεσμική, κοινωνική, ηθική, πολιτική. Ταυτόχρονα υπάρχει και μία αμφισβήτηση της μορφής-μοντέλου οικοδόμησης του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους και της πολιτικής διακυβέρνησης.

Ενός νεοελληνικού κράτους, μιας κοινωνίας και ενός πολιτικού συστήματος που οικοδομήθηκε στη βάση πρακτικών και πολιτικών του οθωμανικού φεουδαρχισμού. Δηλαδή της παράλληλης λειτουργίας κράτους και παρακράτους, διοίκησης και παραδιοίκησης, οικονομίας και παραοικονομίας, παιδείας και παραπαιδείας, νόμιμης πολεοδομίας και αυθαίρετης, ασύδοτης δόμησης κ.λπ. Αυτή η παράλληλη λειτουργία δημιούργησε την «ανάγκη» πολιτικής ύπαρξης διαμεσολαβητών, μεσαζόντων και παραγόντων.

Η αυτονόητη τήρηση κανόνων και νόμων που υπήρξε λαϊκή κατάκτηση, ουσιαστική άμυνα και προστασία των λαών της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης απέναντι στις αυθαιρεσίες των φεουδαρχών και της καθολικής εκκλησίας, απετέλεσε τη βάση της δημιουργίας των αστικών Ευρωπαϊκών δημοκρατικών πολιτευμάτων. Αυτή η λειτουργία της νομιμότητας και της ισότητας δεν έγινε ποτέ αποδεκτή, ούτε από το κρατικο-πολιτικό μόρφωμα, ούτε από την κατά βάση αγροτική και εμπορική νεοελληνική κοινωνία.

Η μεταπρατική αστική τάξη της χώρας μας, δεν απέκτησε ποτέ της αυτονομία και εθνική συνείδηση. Χρησιμοποίησε προς όφελος της τις ιστορικές φάσεις εξέλιξης και συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους. Εκμεταλλεύθηκε τους απελευθερωτικούς αγώνες, τη μεγάλη εσωτερική μετανάστευση, την κοινωνική κινητικότητα και την αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού. Η συντήρηση του κράτους των δύο παράλληλων δομών, παγίωσε την ιδεολογική ηγεμονία των διαμεσολαβητών στη συνείδηση της νεοελληνικής κοινωνίας.

Με την χρησιμοποίηση των ενδιάμεσων πολιτικών παραγόντων για πρόσβαση στο νεοελληνικό κράτος και των πάσης φύσεως μεσαζόντων για την πρόσβαση στις προμήθειες και στα δημόσια έργα, ουσιαστικά ληστεύθηκε ο παραγωγικός, φυσικός, πολιτιστικός, ιστορικός και ηθικός πλούτος της χώρας.

Στην ελληνική πραγματικότητα η αποθέωση της λειτουργίας των παράλληλων θεσμών και των συνδετικών τους συστατικών ,των διαμεσολαβητών δημιούργησε και αύξησε ένα κρατικο-κοινωνικό μόρφωμα ιδιότυπης φεουδαρχίας .Σε αυτό κυριαρχούσε και κυριαρχεί η προσωπική, ατομική και συντεχνιακή επιβίωση , ενώ ταυτόχρονα κατέστρεφε και καταστρέφει κάθε είδους θεσμό κοινωνικής συνοχής, διαφάνειας, ισότητας και νομιμότητας. Αυτή η ιστορική καθυστέρηση εκφράσθηκε σε όλα τα επίπεδα της νεοελληνικής κοινωνίας.

Δεν είναι τυχαίο πως μόνο από τη μεταπολίτευση του 1974 και μέχρι σήμερα έχουμε τα μακροβιότερα και ομαλότερα πολιτικά και θεσμικά χρόνια λειτουργίας της νεοελληνικής δημοκρατίας, χωρίς στρατιωτικά πραξικοπήματα και συνταγματικές εκτροπές. Αυτή η χρονικά καθυστερημένη επίλυση του θεσμικού και πολιτειακού προβλήματος της χώρας, αντανακλά και την ανωριμότητα του συστήματος, συγκρινόμενο με τις δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες και προσδιορίζει «τις παιδικές αρρώστιες» της νεοελληνικής πραγματικότητας.

Στο πρόσφατο παρελθόν οι οικονομικές εισροές και πόροι της ΕΟΚ και της ΕΕ δεν επενδύθηκαν σε υποδομές και ανάπτυξη, αλλά μετασχηματίσθηκαν σε κατανάλωση και προσωρινή ευημερία. Ουσιαστικά χάθηκε η ευκαιρία για μία ισόρροπη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, η οποία και θα ισχυροποιούσε τη χώρα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και παραγωγής. Η αποδόμηση της όποιας παραγωγικής υποδομής και η άναρχη, ασχεδίαστη αύξηση του τριτογενή τομέα, των υπηρεσιών ,του τουρισμού και της ναυτιλίας, ταυτόχρονα με την αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας, διαμόρφωσε ευμετάβλητες, ελαστικές κοινωνικές συνειδήσεις και νέες κοινωνικές εντάξεις.

Αυτό ήταν το πλαίσιο πάνω στο οποίο ισχυροποιήθηκε η νεοελληνική μεταπρατική αστική τάξη, η οποία δεν είχε και δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά, δεν είχε και δεν έχει δημοκρατική θεσμική παράδοση, δεν είχε και δεν έχει κοινωνικές ευαισθησίες.

 

Η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και η κρίση.

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως υπάρχει και μία γενικότερη κρίση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Ενός συστήματος κυρίαρχα καπιταλιστικού, αγοραίου και αντικοινωνικού. Σήμερα, η Ελλάδα της κρίσης κατατάσσεται ανάμεσα στις πρώτες τριάντα οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες στον κόσμο. Παρά ταύτα αποτελεί αδύναμο κρίκο του συστήματος, αφού είναι οικονομικά εξαρτημένη και ανισο-αναπτυγμένη, άρα και περισσότερο ευάλωτη στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αναταράξεις της διεθνούς οικονομίας και κερδοσκοπίας.

 Η παγκόσμια ιδεολογική ηγεμονία και η εφαρμοσμένη κυριαρχία της οικονομικής φιλοσοφίας της Σχολής του Σικάγο, με ηγέτη τον Φρίτμαν, οικοδόμησε τα τελευταία πενήντα χρόνια μία αντίληψη νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, η οποία μάχεται οποιαδήποτε μορφή κρατικής παρέμβασης. Προέκταση της αντίληψης αυτής είναι το δόγμα της απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς πάνω στις κοινωνίες και της απορύθμισης των κοινωνικών κατακτήσεων αλληλεγγύης και συνοχής.

Μέσα στο πλαίσιο αυτής της διαμάχης, η συγκρότηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους, που μπορεί να ακολουθεί και να ασκεί πολιτικές ανάπτυξης αλλά και αναδιανομής μέσα από την υποστήριξη ποιοτικών συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης, Παιδείας, Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αποτελεί προγεφύρωμα άμυνας στη λαίλαπα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Είναι επίσης γεγονός πως η σημερινή πολιτική ηγεσία αλλά και οι πολιτικοί συσχετισμοί εντός της ΕΕ είναι κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά και δέσμιοι του χρηματοπιστωτικού ευρωπαϊκού συστήματος. Αδυνατούν να προσφέρουν πολιτικές ανάπτυξης και προστασίας των υπαρχόντων κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Παρότι υπάρχει παγκοσμιοποίηση , κυριαρχία των αγορών και ευρωπαϊκός ζωτικός χώρος, είναι εμφανές πως τα έθνη κράτη, οι εθνικές οικονομίες εξακολουθούν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της νομισματικής σταθερότητας του Ευρώ.

Η ανασυγκρότηση λοιπόν του ελληνικού κράτους, η διαφάνεια και η νομιμότητα στην άσκηση της δημόσιας διοίκησης, η ποιοτική αναβάθμιση της δημόσιας Εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες και η προαγωγή της Παιδείας, η σύνδεση των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ με τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας, η υποστήριξη ενός αποτελεσματικού, αξιοπρεπούς συστήματος Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης δεν αποτελούν διαχειριστικές πολιτικές, αλλά αναγκαίους και ικανούς όρους για την κοινωνική συνοχή και προϋπόθεση για τον σχεδιασμό πολιτικών ανάπτυξης, παραγωγικής συσσώρευσης και δίκαιης αναδιανομής του εθνικού πλούτου.

 

Πρόταγμα η υιοθέτηση αξιόπιστων στρατηγικών επιλογών

Αποδείχθηκε περίτρανα πως η αναποτελεσματικότητα, η διαπλοκή, η διαφθορά της δημόσιας διοίκησης σε όλες της τις εκφράσεις, στο κράτος, στους οργανισμούς, στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά και η κυριαρχία της λογικής της γραφειοκρατίας και συνδιαχείρισης των πολιτικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οδήγησε σε αδιέξοδο λειτουργικό και οικονομικό την ελληνική κοινωνία.

Οι αυξήσεις του ΑΕΠ, που εμφανίζονταν στα ελληνικά δημοσιονομικά ήταν «μαγική εικόνα»,αφού ουσιαστικά προέρχονταν από τις εισροές των ταμείων της Ε.Ε. και όχι από την αύξηση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων και της παραγωγής εντός της χώρας.

Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι αμείλικτος. Ο δανεισμός και ο καταναλωτικός παράδεισος  έφτασε στο τέλος του για τη νεοελληνική κοινωνία.

Όμως το παράλληλο σύστημα διαπλεκόμενων, διαμεσολαβητών και μεσαζόντων, ατομικά και συλλογικά ευνοήθηκε. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «εξαγωγή» πλούτου από τη χώρα μας. Το αναποτελεσματικό, διαπλεκόμενο κράτος ήταν και είναι αδύναμο, ανίκανο να αποδώσει φορολογική δικαιοσύνη. Η μονομερής συμπίεση των εργαζομένων, δηλαδή του ενεργού πληθυσμού που δεν φοροδιαφεύγει, δημιουργεί συνεχείς φαύλους κύκλους ύφεσης. 

Στη σημερινή ολόπλευρη κρίση της πατρίδας μας, απαιτείται η πρόταξη και υιοθέτηση αξιόπιστων στρατηγικών επιλογών και τακτικών για τη διασφάλιση μιας προοδευτικής πορείας εξόδου από αυτήν.

Η αδήριτη ανάγκη δημοσιονομικής εξυγίανσης και απομείωσης του χρέους, δεν συνεπάγεται τον μονόδρομο της αποδιάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, δεν συνεπάγεται την αποδυνάμωση της κοινωνικής ασφάλισης, της δημόσιας υγείας και παιδείας.

Η εσφαλμένη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της «αυτορρύθμισης των αγορών» που πρεσβεύει ότι η ανάπτυξη και η έξοδος από την κρίση θα προέλθει από «τον αυτόματο πιλότο» των ιδιωτικών πρωτοβουλιών, αρκεί να υπάρχουν κίνητρα, οδηγεί σε αδιέξοδο, επιτείνει την κρίση και προσφέρει τη χώρα και την προοπτική της σε ευκαιριακούς, ανεξέλεγκτους διεθνείς επενδυτές. Οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, οι άνευ όρων ιδιωτικοποιήσεις, το ελαστικό θεσμικό πλαίσιο που ευνοεί τα κέρδη και την επιχειρηματικότητα, δεν αρκούν για να υπάρξει ανάπτυξη και έξοδος από την κρίση.

Η έξοδος από την κρίση και η απαραίτητη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ύπαρξη ενός ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού σε τοπικό, περιφερειακό εθνικό και κλαδικό επίπεδο σε τομείς που υπάρχει συγκριτικό πλεονέκτημα. Με την ευρύτερη κινητοποίηση και συσπείρωση κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων με στόχο την ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης, του κράτους, την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, την ανάληψη συγκεκριμένων επενδυτικών πρωτοβουλιών, την διατήρηση και δημιουργία θέσεων εργασίας, τη συγκρότηση κατάλληλων κοινωνικών συμμαχιών και συνεργασιών.

Όμως για την υλοποίηση των προαναφερόμενων πολιτικών, η δημοκρατική, θεσμική, συντεταγμένη λειτουργία της πολιτείας, αποτελεί την βασική προϋπόθεση για τον στρατηγικό οικονομικό ,αναπτυξιακό και κοινωνικό επανασχεδιασμό για την διαμόρφωση μιας προοδευτικής πρότασης εξόδου της πατρίδας μας από την κρίση.