Νικηταράς ο ήρωας του '21 που έδωσε τα πάντα για την πατρίδα, αλλά πέθανε ζητιάνος

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Βασίλης Φουρτούνης: δάσκαλος, αναπληρωματικός Αιρετός ΑΠΥΣΠΕ Αττικής

Νικηταρά –Νικηταρά

Πού 'χεις στα πόδια σου φτερά

και στην καρδιά ατσάλι.

Η Βιογραφία του

Ο Νικηταράς γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της συζύγου του γέρου του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία άλλη εκδοχή, γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας, που βρίσκεται 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Καλαμάτας. Σε ηλικία 11 χρονών έγινε αρματολός και βγήκε στη μάχη με την ομάδα του πατέρα. Στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, ο οποίος τον εκτίμησε υπέρμετρα και τον έκανε γαμπρό του, παντρεύοντάς τον με την κόρη του Αγγελίνα. Με την Αγγελίνα ο Νικηταράς απόχτησε τρία παιδιά, ένα γιο το Γιάννη και δυο κόρες από τι τις οποίες η μία τρελάθηκε όταν τον αντίκρισε να βγαίνει εξαθλιωμένος από τη φυλακή, όπως λεπτομερώς θα αναφέρουμε πιο κάτω.

Το 1805, όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του από τους Τούρκους, αυτός ακολούθησε τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην Ζάκυνθο και έκτοτε, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Την αφοσίωση του Νικηταρά προς τον θείο του ο λαός την εξέφρασε ως εξής «Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» και την άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών με τη φράση: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά».

Διωγμένος κι αυτός καταφεύγει στα Επτάνησα, τα οποία εξουσίαζαν οι Ρώσοι. Εκεί εντάχθηκε στο ρωσικό τάγμα, που πολέμησε τον Ναπολέοντα στην Ιταλία. Αργότερα, επέστρεψε στη Ζάκυνθο για να υπηρετήσει αυτή τη φορά τους Γάλλους, που είχαν καταλάβει το νησί. Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον Παπαφλέσσα συνέβαλε στην προετοιμασία του Εθνικού Ξεσηκωμού και στις 23 Μαρτίου 1821 μπήκε στην Καλαμάτα μαζί με τους άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς.

Είχε ενστερνισθεί βαθιά τις απόψεις και τα σχέδια του θείου του και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Τρίπολης που τότε ήταν το Διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο.

Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου (12 Μαΐου 1821), ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18 Μαΐου 1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανήρχετο σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον αποδεκάτισε. Εκεί απέδειξε στο έπακρο τον ηρωισμό του και την σπάνια στρατιωτική του αρετή και ικανότητα. Είναι χαρακτηριστική η κραυγή φράση «Σταθήτε Πέρσαι να πολεμήσωμε» απευθυνόμενος προς τους Τούρκους του οποίους αποκαλούσε  Περσιάνους. Κατάφερε δε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους αποδεκατίσει. Γι’ αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο».

Αυτό ο γενναίος αγωνιστής ήταν ταυτόχρονα και μεγαλόψυχος απέναντι στους εχθρούς του. Λέγεται ότι σε μια μάχη τραυματίστηκε βαριά ένας από τους εχθρούς του, ένας Τουρκαλβανός. Ο Νικηταράς τον λυπήθηκε και τον πήρε στους ώμους του για να τον πάει σε ένα γιατρό για να τον κάνει καλά.

Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραϊσκάκη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.

Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι μετά τη μάχη στα Δερβενάκια και αφού είχαν συγκεντρωθεί σε τεράστιους σωρούς και όλοι οι αξιωματικοί και στρατιώτες μαζεύτηκαν για τη μοιρασιά, διαπίστωσαν ότι έλλειπε ένας και αυτός ήταν ο Νικηταράς ο οποίος αρνείται να συμμετάσχει στη διανομή. Μετά από μεγάλη πίεση και επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα πανάκριβο σπαθί. Τη σέλα χάρισε σε έναν συμπολεμιστή και φίλο του. την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα «Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι» και το ξίφος αργότερα το προσέφερε στον έρανο για την ενίσχυση του Μεσολογγίου. Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμειναν παροιμιώδεις.

Κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου τάχθηκε στο πλευρό του Κολοκοτρώνη, αλλά φρόντισε πάντα να επιδιώκει τον συμβιβασμό και τη συνεννόηση.

Μετά την επικράτηση των Κυβερνητικών, πήγε στο Μεσολόγγι και εντάχθηκε στην υπηρεσία του Δ. Μακρή. Κλείστηκε στην πολιορκημένη πόλη και πολέμησε κατά του Κιουταχή, στην δεύτερη πολιορκία. Με τη χορήγηση της αμνηστίας, ενόψει της εισβολής του Ιμπραήμ, επέστρεψε στην Πελοπόννησο επικεφαλής στρατιωτικού τμήματος και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες. Το 1826 με συμπολεμιστή τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, έλαβε μέρος, με 800 άντρες, στη νικηφόρα μάχη της Αράχοβας. Μετά τη μάχη αυτή γύρισε εσπευσμένα στο Ναύπλιο γιατί αρρώστησε βαριά από πλευρίτιδα. Μετά την θεραπεία του ακολούθησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά του Ιμπραήμ. Για δεύτερη φορά πολέμησε στο πλευρό του Καραϊσκάκη στην άτυχη μάχη του Φαλήρου τον Απρίλη του 1827.

Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στο κόμμα των ρωσόφιλων (Ναπαίων). Πάντοτε όμως εκείνο που επεδίωκε με όλες του τις δυνάμεις ήταν η δικαίωση των αγωνιστών και η διασφάλιση του λαού από τις ξένες επεμβάσεις.

Στήριξε σθεναρά τον Κυβερνήτη Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου.

Το 1829 μαζί με τον Αρχιμανδρίτη Πύρρο τον Θετταλό, ιδρύουν το πρώτο χαρτοποιείο της Ελλάδας, στο Κεφαλάρι του Άργους, καταβάλλοντας 3.000 γρόσια έκαστος, επιχείρηση η οποία έμελλε να χρεοκοπήσει γιατί δεν υποστηρίχτηκε ούτε από την Καποδίστρια, αλλά ούτε και από τον Όθωνα.

Είναι αποδεδειγμένο ότι ο Νικηταράς ουδέποτε συμπάθησε ποτέ τους Βαυαρούς και γι? αυτό έμεινε αμέτοχος και απομονωμένος από τα τεκταινόμενα εκείνης της εποχής. Το 1834 προάγεται σε Συνταγματάρχη και διορίζεται στρατιωτικός νομοεπιθεωρητής αλλά τον Αύγουστο του ίδιου έτους, μετά το κίνημα της Μεσσηνίας, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται.

Αξίζει να αναφερθεί ότι η μοναδική του ιδιοκτησία ήταν ένα αγρόκτημα στην θέση Σερεμέτι, κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και την Νέα Κίο, που τότε βέβαια δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί. Και αυτό το αγρόκτημα το έχασε από πολλά χρέη που είχε. Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε για να φτιάξει το σπίτι του. Δανείστηκε όμως και για συντηρήσει τους στρατιώτες του τον καιρό του αγώνα. Έτσι οι τόκοι τον έπνιξαν. Η τότε κυβέρνηση δεν έστερξε στα παρακάλια του να τον βοηθήσει οικονομικά να μπορέσει να το σώσει. Έτσι ο ήρωας Νικηταράς έμεινε χωρίς να έχει «που την κεφαλή κλείνει» χάνοντας ολόκληρη την περιουσία του.

Το 1839, θεωρήθηκε ένοχος συνομωσίας κατά του Όθωνα, οπότε φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, όμως το 1840 δικάστηκε, κρίθηκε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος. Οι Βαυαροί βέβαια δεν αποδέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με υπογραφή του Όθωνα φυλακίστηκε εκ νέου στην Αίγινα και μετά στο κάστρο της Ακρόπολης των Αθηνών. Από τότε και μετά άρχισε το μαρτύριο του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν έξω και τον χτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους. Κάποια φορά ανάμεσα στους θεατές ήταν και η κόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ ο ίδιος αρρώστησε από ζάχαρο το όποιο του κατέστρεψε τα μάτια.

Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμησε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη δικαιώθηκε – όπως άλλοι- στα μάτια των συγχρόνων του. Έχει όμως σημαδέψει ανεξίτηλα τις ψυχές του λαού. Έχει δικαιωθεί στην συνείδηση των νεοελλήνων που τον τιμούν και τον έχουν κατατάξει στους κορυφαίους Έλληνες αγωνιστές.

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη.

 

Ένα άγνωστο, μα αρκετά διδακτικό περιστατικό

Αναφέρεται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο αναδεικνύει το ήθος αυτού του ήρωα και στον αντίποδα την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του κράτους.

Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς το 1841, ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, χάριν μια θέσης γερουσιαστή που του εδόθη, δεν έφτανε «ούτε για ζήτω». Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή!

Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.

- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.

- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.

- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο ξένος.

- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.

Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.

Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!».

Εμείς τι να πούμε ότι και τότε και τώρα, δυστυχώς, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της. Δεν απορούμε λοιπόν γιατί μας κατάντησαν σε αυτό το χάλι. Εάν η πατρίδα φέρεται έτσι στους μεγάλους ήρωες της, τι να περιμένουν οι απλοί άνθρωποι; Τα πάντα λοιπόν εκπορεύονται από την εξουσία που διαμορφώνει τις εκάστοτε καταστάσεις.

 

Σημείωση Συντάκτη: Θα ήθελα να ευχαριστήσω πάρα πολύ το φίλο μου και συναγωνιστή Αντώνη Ντέμο, αιρετό του ΠΥΣΠΕ Αργολίδας, που μου έστειλε το τελευταίο περιστατικό και το οποίο συμπεριλαμβάνω στο άρθρο μου.