Είναι πια κοινός τόπος ότι το δημογραφικό πρόβλημα, εδώ και πολλά χρόνια, παραμένει μία από τις μεγαλύτερες πληγές της Ελλάδας. Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, τους νέους και μορφωμένους να μεταναστεύουν και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γερασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, όχι μόνο η χώρα δεν θα μπορεί τις ερχόμενες δεκαετίες να παράγει επαρκή πλούτο για τους πολίτες της, αλλά ίσως βρεθεί αντιμέτωπη με την ίδια τη βιωσιμότητά της ως ενός σύγχρονου έθνους-κράτους. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο που δεν πλήττει μόνο τον πληθυσμό της αλλά υπονομεύει και την οικονομική ανάκαμψη της χώρας.
Σύμφωνα με την εταιρεία PricewaterhouseCoopers (PwC), αύξηση πληθυσμού κατά 100.000 οδηγεί σε άνοδο κατά 3% τού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενώ αύξηση των ηλικιωμένων (άνω των 65 ετών) κατά περίπου 50.000 αυξάνει την ανάγκη στήριξης και πρόνοιας και ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 15%. Η Ελλάδα βγαίνοντας από την κρίση θα πρέπει να μετατρέψει το δημογραφικό της κενό σε οικονομικό και κοινωνικό πλεόνασμα έτσι ώστε να διατηρήσει θετικές προοπτικές ανάπτυξης στο μέλλον. Σύμφωνα με την PwC, για να δημιουργηθούν οι βάσεις για την ανοικοδόμηση της ελληνικής οικονομίας απαιτείται ένα μείγμα πολιτικών που θα περιλαμβάνει δράσεις για τον περιορισμό της υπογεννητικότητας.
Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν:
• Την ελαφρότερη φορολόγηση πολύτεκνων οικογενειών.
• Τη δωρεάν ή με χαμηλό κόστος παροχή υπηρεσιών σε οικογένειες που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί.
• Τη μείωση του απαιτούμενου αριθμού παιδιών ώστε να θεωρηθεί μια οικογένεια πολύτεκνη.
Τυπικά η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30 χιλιάδες. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 370.000 άτομα. Η εισροή των μεταναστών συνέβαλε αρχικά στην ανακοπή της πτωτικής τάσης της υπογεννητικότητας (1991-2000), όπου οι μετανάστες στη χώρα αυξάνονταν κατά 6% ετησίως. Από το 2008 και μετά οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα περιορίστηκαν, ενώ παράλληλα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα υψηλών δεξιοτήτων μετανάστευσε στο εξωτερικό («brain drain»), με την Ελλάδα να έχει την τρίτη θέση μετά την Κύπρο και την Ισπανία όσον αναφορά το ποσοστό των νέων που εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Όλα αυτά είχαν αντίκτυπο και στην αλλαγή της ηλικιακής σύστασης της χώρας, με τον πληθυσμό άνω των 65 να τριπλασιάζεται από 7% που ήταν το 1960 σε 20% το 2015. Κατά συνέπεια η διάμεσος ηλικία, ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισόποσες ηλικιακές ομάδες, από τα 31 έτη που ήταν το 1960, άγγιξε τα 43 το 2015.
Η μέση Ελληνίδα πλέον δεν γεννά δύο παιδιά, που στατιστικά απαιτούνται ώστε να φέρει στη ζωή μία κόρη που θα την αντικαταστήσει. Ο δείκτης γονιμότητας της μέσης Ελληνίδας έχει πέσει στα 1,3 παιδιά, όταν τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν στα 2,3 παιδιά ανά γυναίκα, πάνω από το όριο αντικατάστασης γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα). Από τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση ενός τοκετού είναι το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού, η δαπάνη ενός τοκετού καθώς και η προσβασιμότητα στο σύστημα υγείας. Η οικονομική ύφεση ουσιαστικά εξέθεσε το μεγάλο δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, το οποίο όπως εκτιμά η μελέτη της PwC θα συνεχιστεί στο μέλλον εάν δεν ληφθούν μέτρα αντιμετώπισής του.
Εξάλλου, πρόσφατη μελέτη π.χ. του Ινστιτούτου του Βερολίνου εκτιμούσε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί στα 9,9 εκατομμύρια ως το 2030 και στα 8,9 εκατομμύρια ως το 2050 (8,3 εκατομμύρια, υποστηρίζουν οι πιο απαισιόδοξες μελέτες), σε σύγκριση με 10,7 εκατομμύρια περίπου σήμερα και 11,1 εκατομμύρια το 2009, προτού δηλαδή η «Μεγάλη Ελληνική Υφεση» αρχίσει να ξεδιπλώνεται, ενώ και η Eurostat αποφάνθηκε ότι το 2080 με 7,2 εκατομμύρια ανθρώπους η Ελλάδα θα βρίσκεται στο ναδίρ της ΕΕ.
To δημογραφικό υπονομεύει (και) το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας
0
Share.