Η απόφαση του Προέδρου Τραμπ στις 8 Μαΐου να αποχωρήσει από τη συμφωνία των οκτώ (Ιράν, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία και ΕΕ), σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, έχει μια σειρά επιπτώσεων στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Ας επικεντρωθούμε όμως, σε αυτό το άρθρο, στις επιπτώσεις που έχει στην ΕΕ.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ευρώπη θέλει να διατηρήσει την Συνθήκη με το Ιράν ζωντανή, δηλαδή να μην αποχωρήσει το Ιράν από τη συμφωνία και αρχίσει πλέον να εμπλουτίζει και πάλι ουράνιο. Αυτό θα σημάνει την εξάλειψη των εμπορικών σχέσεων της ΕΕ με το Ιράν, ύψους 33 δισ. δολαρίων, και την απειλή ότι οι σκληροπυρηνικοί στην Τεχεράνη θα προχωρήσουν σε κατασκευή ατομικού οπλοστασίου. Η συνέπεια θα είναι επίθεση των ΗΠΑ ή και του Ισραήλ με σοβαρότατες επιπτώσεις στην περιοχή δίπλα στην Ευρώπη.
Το ζήτημα της αποχώρησης των ΗΠΑ, μονομερώς από τη συμφωνία με το Ιράν, θέτει πολλά ζητήματα σχετικά με τη συνέχιση των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης με τη μορφή που γνωρίζαμε έως σήμερα. Αν η ΕΕ ακολουθήσει τον Τραμπ, αυτό συνεπάγεται πως αποδέχεται τις μονομερείς ενέργειες των ΗΠΑ σε θέματα εμπορίου, αλλά και σε θέματα διεθνών σχέσεων.
Στα θέματα εμπορίου και οικονομικών συμφερόντων η ΕΕ βρίσκεται υπό την απειλή μονομερών κυρώσεων με τους υπό θεσμοθέτηση δασμούς σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου εξαγόμενα στις ΗΠΑ, αλλά και των αυτοκινήτων. Ειδικά, το τελευταίο αποτελεί τρομακτικό πρόβλημα για την Γερμανία. Η ίδια η παραβίαση από τις ΗΠΑ της συμφωνίας με το Ιράν παραβιάζει τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, ακυρώνοντας τις επενδύσεις και εμπορικές συμφωνίες με αυτή τη χώρα.
Πολιτική ισχύς και οικονομία
Κατά δεύτερο λόγο διακυβεύεται η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία των πολιτικών της ΕΕ και η οποιαδήποτε υπερηφάνεια σε σχέση με τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η διεθνής θέση της ΕΕ περιέρχεται σε κατάσταση εξάρτησης. Αυτή μειώνει το κύρος της οποιασδήποτε συμφωνίας συνάψει, η οποία δεν ακολουθεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Όσο για τη Γερμανία, βρίσκεται η ίδια σε μια ιδιότυπη ομηρία, λόγω των πολύ μεγάλων εμπορικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ (180 δισ. δολάρια αξία συναλλαγών με εμπορικό πλεόνασμα 65 δισ. δολαρίων το 2017).
Το όλο ζήτημα καταλήγει στο ποιος έχει την ισχύ στον οικονομικό τομέα να επιβάλει τη βούλησή του, αν βέβαια έχει την πολιτική βούληση να αντιδράσει. Σύμφωνα με την διαμορφωμένη μέχρι σήμερα κατάσταση, η ΕΕ δεν έχει πολλά όπλα για να απειλήσει τις ΗΠΑ. Η προσαρμογή έχει αρχίσει σε επίπεδο ευρωπαϊκών επιχειρήσεων: ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens δήλωσε πως δεν μπορεί πλέον να συνάψει νέα συμβόλαια με το Ιράν, απλά θα τελειώσει τα ήδη υπάρχοντα. Το ίδιο είπε και ο διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής Total.
Οι εταιρείες, αν συνεχίσουν το εμπόριο με το Ιράν, αντιμετωπίζουν την προοπτική να χάσουν την τεράστια αμερικανική αγορά, να βρεθούν αντιμέτωπες με μεγάλα πρόστιμα και να βρεθούν εκτός του κυρίαρχου αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η ΕΕ βρίσκεται αντιμέτωπη με την ωμή πραγματικότητα ενός Προέδρου, ο οποίος δεν περιορίζεται από συμμαχίες ή καλούς τρόπους ή ακόμη και από διεθνείς συνθήκες. Ποιος Ευρωπαίος ηγέτης θα μπορέσει να σύρει το χορό μια σοβαρής αντίδρασης;
*Ο Κώστας Μελάς είναι οικονομολόγος – αναλυτής – καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει διεθνή χρηματοοικονομική και τραπεζική και το άρθρο του είναι αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα slpress.gr
Προηγούμενα άρθρα:
- Κώστας Μελάς: H «ευημερία» που ετοιμάζουν για τους Έλληνες
- Κώστας Μελάς: Εθνικολαϊκισμός ό,τι αμφισβητεί την παγκοσμιοποίηση!
- Κώστας Μελάς: Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η αμερικανική αγκαλιά
- Κώστας Μελάς: Τρίζει το τουρκικό τραπεζικό σύστημα
- Κώστας Μελάς: Ωρολογιακή βόμβα απειλεί την τουρκική οικονομία