Leon Aron: ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιδιώκει να καταστεί ρυθμιστής στη Μέση Ανατολή

0

Στα χέρια του επιδιώκει να πάρει ο Βλαντιμίρ Πούτιν το «κλειδί» όχι μόνο για την εξέλιξη της μάχης κατά των τρομοκρατών του ISIS, αλλά και για τη διαμόρφωση του νέου status-quo στη Μέση Ανατολή, στην μετα-ISIS εποχή. Αυτό φαίνεται να αντικατοπτρίζει η ρωσική επιμονή να τραβήξει τα πράγματα «στα άκρα» με την Τουρκία, δίνοντας «σάρκα και οστά» στον «οικονομικό πόλεμο» εναντίον της Άγκυρας και εντείνοντας την στρατιωτική παρουσία στα τουρκο-συριακά σύνορα.

Για τους προσεκτικούς αναλυτές των διεθνών εξελίξεων η ρωσοτουρκική διένεξη αφορά πρωτίστως την επόμενη ημέρα στην Συρία και κατά συνέπεια σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό ο πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει να πάρει το ρόλο του ρυθμιστή των εξελίξεων στην περιοχή, μια θέση που κατείχε κάποτε η πάλει ποτέ κραταιά Σοβιετική Ένωση. Αυτό καθίσταται δυνατό λόγω και της αμηχανίας από την οποία διακατέχεται η στρατηγική της Ευρώπης στην περιοχή, μετά την απόσυρση από την περιοχή των ΗΠΑ, που κάποτε ήσαν κυρίαρχες.

Η πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του Leon Aron

Μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες αναλύσεις για τις ρωσικές επιδιώξεις ανήκει στον Leon Aron, Διευθυντή Ρωσικών Σπουδών στο American Enterprise Institute των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον Aron, η αποδυνάμωση της Ρωσίας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποτελούσε για τον Πούτιν το ισοδύναμο μιας «Συνθήκης των Βερσαλιών». Με την άνοδο του στην εξουσία ο «τσάρος» της Ρωσίας έθεσε ως πρωταρχικό του στόχο την επαναφορά του χαμένου οικονομικού και γεωστρατηγικού γοήτρου που είχε κάποτε η Σοβιετική Ένωση αλλά είχε χάσει πλέον η Ρωσία.

Όπως υποστηρίζει ο Aron, αφού έλυσε το πρώτο ζήτημα στο εσωτερικό -πετυχαίνοντας σημαντικούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης- ο ρώσος πρόεδρος στράφηκε στον δεύτερο στόχο, κάνοντας δύο κινήσεις. Η πρώτη ήταν η αύξηση της ρωσικής σφαίρας επιρροής προς την Δύση με την επέμβαση στην Κριμαία. Ηδεύτερη ήταν η επιδίωξη της αύξησης της σφαίρας επιρροής προς τη Μέση Ανατολή με την εμπλοκή στον πόλεμο κατά του ISIS στη Συρία. Το «δόγμα Πούτιν» -όπως το αποκαλεί ο Leon- έγκειται στην αναβίωση του κεντρικού ρόλου που κάποτε διαδραμάτιζε το Σοβιετικό Μπλοκ στην περιοχή. Και σε αυτήν την επιδίωξη ο ρόλος της Συρίας και του Μπασάρ Αλ-Άσαντ είναι κεντρικός.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Μόσχα διατηρούσε σχέσεις αγαστής συνεργασίας με τα κράτη του λεγόμενου «αραβικού σοσιαλισμού», όπως η Λιβύη του Καντάφι, το Ιράκ του Σαντάμ, η Αίγυπτος του Σαντάτ, η Υεμένη και φυσικά η Συρία. Με τη εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και την κατοπινή παρακμή του σοβιετικού καθεστώτος που οδήγησε στην πτώση, η ρωσική επιρροή περιορίστηκε αποκλειστικά στη Συρία.

Η πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία της Ρωσίας με τη Συρία έχει μια μακρά ιστορία που ξεκινά από το 1970, όταν στην ηγεσία της Δαμασκού βρισκόταν ο πατέρας του Μπασάρ Αλ-Άσαντ, Χαφέζ. Στη Συρία βρίσκεται αυτή τη στιγμή η μοναδική ναυτική βάση που έχει η Ρωσία με πρόσβαση στη Μεσόγειο αλλά και μια στρατηγικής σημασίας ρωσική αεροπορική βάση.

Ο παράγοντας ISIS, το τουρκικό «πρόσκομμα» και ο «αφοπλισμός» Ερντογάν

Η «εισβολή» και η εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους στην πραγματικότητα της Μέσης Ανατολής, αρχικά στα εδάφη του Ιράκ και κατόπιν σε εκείνα της Συρίας, έθεσε στο σχέδιο του Πούτιν δύο πολύ σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο αφορούσε τον ίδιο τον κίνδυνο της εξάπλωσης των τρομοκρατικών επιθέσεων αλλά και του θρησκευτικού εξτρεμισμού του ISIS, μέσω των περιοχών του Νότιου Καυκάσου, στην ίδια τη Ρωσία, μια χώρα με παραδοσιακούς και μακρόχρονους δεσμούς με τον Χριστιανισμό.

Το δεύτερο πρόβλημα αφορούσε το ίδιο το καθεστώς του Άσαντ, με τους τζιχαντιστές να σημειώνουν σημαντικές νίκες και να καταλαμβάνουν τη μία μετά την άλλη συριακές πόλεις, τη στιγμή που όλο και περισσότερες αντάρτικες ομάδες εισέρχονταν στη μάχη του εμφυλίου. Στην Μόσχα είναι εδραιωμένη η πεποίθηση ότι μια πτώση του Άσαντ θα οδηγούσε τη χώρα σε μια κατάσταση αποσταθεροποίησης, που θα έπληττε άμεσα τα ρωσικά συμφέροντα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι στους διαδρόμους πολλών διεθνών αναλυτών, οι εκτιμήσεις ότι ο Πούτιν θέλει πρώτα να σώσει τον Άσαντ και μετά να διαλύσει τον ISIS δίνουν και παίρνουν. «Θα ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για το prestige του Πούτιν εάν έπεφτε ο Άσαντ», είχε σημειώσει ο Khaled Yacoub Oweis από το German Institute for International and Security Affairs πριν από μερικούς μήνες στην DW.

Στη λύση και των δύο αυτών προβλημάτων οι ρωσικές επιδιώξεις συναντούσαν ένα πολύ σοβαρό εμπόδιο: την Τουρκία. Μετά την Αραβική Άνοιξη, οι μέχρι τότε καλές σχέσεις Ερντογάν-Άσαντ διερράγησαν, με αποτέλεσμα η Άγκυρα να λάβει τη θέση των αντικαθεστωτικών στον εμφύλιο, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις φέρεται να ενίσχυσε και ομάδες που διατηρούσαν σχέσεις με το τότε ανερχόμενο Ισλαμικό Κράτος. Σύμφωνα με τους ρωσικούς ισχυρισμούς, η Τουρκία φέρεται να επιδιδόταν σε οικονομικές δοσοληψίες με τους τζιχαντιστές που αφορούσαν αγορά μεγάλων ποσοτήτων πετρελαίου σε πολύ χαμηλές τιμές στα τουρκοσυριακά σύνορα όπου βρίσκονταν ομάδες επιρροής της. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα διαπραγματευόταν με τη Δύση -και από τις δύο μεριές του Ατλαντικού- την αξιοποίηση της γεωστρατηγικής της θέσης και της περιφερειακής της ισχύος για τον πόλεμο εναντίον του ISIS, ζητώντας όπως ήταν επόμενο ανταλλάγματα για την παραχώρηση της χρήσης των στρατιωτικών της βάσεων και την παροχή άλλων διευκολύνσεων.

Η ρωσική εμπλοκή στη Συρία ωστόσο άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Περιόρισε την περιφερειακή ισχύ της Άγκυρας και άρα τα διαπραγματευτικά της όπλα έναντι της Δύσης, προκάλεσε σοβαρά πλήγματα κατά των αντικαθεστωτικών ανταρτών στη Βόρεια Συρία, κρατώντας στο παιχνίδι τον στρατό του Άσαντ, ενώ έφραξε τις όποιες διόδους οικονομικών δραστηριοτήτων της Τουρκίας με τους τζιχαντιστές στα σύνορα. Η κατάρριψη του ρωσικού Σουχόι από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και η αμφίσημη ρητορική της Άγκυρας -που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην εκτόξευση απειλών και τη διατύπωση απολογιών προς τη Μόσχα- αποτελούν ίσως μια ένδειξη ότι το ρωσικό σχέδιο λειτουργεί. Και δεν είναι επίσης καθόλου τυχαία η δήλωση που έκανε ο πάντοτε προσεκτικός στα λόγια του υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ ότι η στάση της σημερινής ηγεσίας της Άγκυρας θα βλάψει μακροπρόθεσμα τα εθνικά συμφέροντα της Τουρκίας. «Πιστεύουμε πως οι τουρκικές αρχές ξεπέρασαν τα όρια αυτού που είναι αποδεκτό και κινδυνεύουν να φέρουν την Τουρκία σε πολύ δύσκολη θέση από την άποψη των εθνικών συμφερόντων μακροπρόθεσμα», είπε με νόημα.

Η μεγάλη συμμαχία της Δύσης και η επόμενη μέρα

Ο διπλωματικός μαραθώνιος που είχε αυτήν την εβδομάδα ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει τη περίφημη «μεγάλη συμμαχία» κατά του ISIS, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να πέτυχε τον στόχο του. Όλοι οι αρχηγοί με τους οποίους συναντήθηκε συμφώνησαν να συντονίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τη δράση τους. Ο Ντέιβιντ Κάμερον έθεσε στη διάθεση του βρετανικού Κοινοβουλίου το σχέδιο του για αεροπορικές επιδρομές στη Συρία, η Άγκελα Μέρκελ συμφώνησε να στείλει αναγνωριστικά αεροσκάφη στη Συρία, ο Μπάρακ Ομπάμα δήλωσε ότι Γαλλία και ΗΠΑ δρουν από κοινού, ενώ και ο πρόεδρος Πούτιν εμφανίστηκε έτοιμος να συμμετάσχει στον συνασπισμό κατά του ISIS στον οποίο ηγούνται οι ΗΠΑ. Η ιδέα μιας κοινής δράσης σε στρατιωτικό επίπεδο -που αναμένεται δίχως αμφιβολία να ενισχύσει τη μάχη κατά του ISIS- επισκιάστηκε ωστόσο από την απουσία συναίνεσης σε δύο ουσιαστικά ζητήματα: την πολιτική μετάβαση στη Συρία και το ποιος θα αναλάβει το βάρος της αποστολής χερσαίων δυνάμεων κατά του Ισλαμικού Κράτους.

«Ο στόχος του Ολάντ για τη δημιουργία μιας μεγάλης και ενιαίας συμμαχίας ήταν πολύ φιλόδοξος από την αρχή, αλλά κατάφερε να κινητοποιήσει τις ΗΠΑ και τους ευρωπαίους εταίρους να εντείνουν τις αεροπορικές επιδρομές κατά στόχων του ISIS. Σε κάποιο βαθμό, κατάφερε να κάνει και τη Ρωσία να συνεργαστεί σε στρατιωτικό επίπεδο. Ωστόσο δεν έχει υπάρξει καμία πρόοδος όσον αφορά την πολιτική μετάβαση στη Συρία, καθώς οι τοποθετήσεις αναφορικά με το μέλλον του Άσαντ ήταν τόσο αντικρουόμενες όσο και πριν», αναφέρει στους Financial Times η Camille Grand, διευθύντρια του Foundation of Strategic Research. Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και προκειμένου να προσελκύσει τη Ρωσία στη συμμαχία της Δύσης, η Γαλλία φαίνεται πλέον διατεθειμένη να συμφωνήσει σε ένα προσωρινό μεταβατικό καθεστώς που θα περιλαμβάνει την παραμονή του Άσαντ στη Συρία για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό φαίνεται να μαρτυρά εξάλλου και η διάθεσή της να υποδεχθεί το στρατό του Άσαντ στη συμμαχία κατά του ISIS. Μια τέτοια λύση θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει αποδεκτή από τη Μόσχα, στο βαθμό που θα διασφαλίζει την επιρροή και τα συμφέροντά της αρχικά στο μεταβατικό και κατόπιν στο νέο καθεστώς.

Ο δεύτερος και ίσως ακόμη πιο δύσκολος γρίφος αφορά το ζήτημα της αποστολής χερσαίων δυνάμεων στη μάχη του ISIS. Παρά το γεγονός ότι είναι κοινώς παραδεκτό πως οι τζιχαντιστές στη Συρία και το Ιράκ δεν πρόκειται να ηττηθούν χωρίς την ανάπτυξη δυνάμεων εδάφους στην περιοχή, κανείς μέχρι στιγμής δεν φαίνεται διατεθειμένος να αναλάβει το πολιτικό βάρος μιας τέτοιας απόφασης. Οι ΗΠΑ -έχοντας πάρει ένα σκληρό μάθημα μετά την εισβολή στο Ιράκ- εμφανίζονται πεισματικά απρόθυμες να συζητήσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφήνοντας στην άκρη τον κυρίαρχο και παρεμβατικό ρόλο που διαδραμάτιζαν στο παρελθόν στην περιοχή. Αντιθέτως, κάνουν λόγο για την ανάγκη δραστηριοποίησης των τοπικών πληθυσμών στην περιοχή.

Όσο όμως αυτά τα δύο κεντρικά ζητήματα παραμένουν ανοιχτά, δεν θα πρέπει ίσως να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο η παραμονή του Πούτιν στη «μεγάλη συμμαχία της Δύσης» να μην είναι και τόσο μακριά.

Share.

Comments are closed.