Ανδρέας Εμπειρίκος: Η εκτέλεση από τον ΕΛΑΣ και ο Μεγάλος Ανατολικός

0

Ο Μεγάλος Ανατολικός θεωρείται το πλέον ογκώδες και τολμηρό μυθιστόρημα της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Ακόμα και αυτοί που δεν γνωρίζουν τίποτε άλλο για την ζωή του Ανδρέα Εμπειρίκου, για την ποίηση, την ψυχανάλυση και τις καινοτόμες απόψεις του, σίγουρα έχουν ακούσει για το πολύτομο έργο που άργησε να εκδοθεί. Εκδόθηκε τη δεκαετία του ’90 και η καθυστέρηση οφειλόταν στην «ελευθεροστομία του», όπως έλεγε και ο ίδιος ο συγγραφεύς του.

Γεννημένος στην Ρουμανία το 1901, γόνος ανδριωτών πλοιοκτητών, με αξιοζήλευτη μόρφωση και βαθιά καλλιέργεια ήταν ο άνθρωπος που “εισήγαγε” στην Ελλάδα τον υπερεαλισμό και την ψυχανάλυση. Τον 15αύγουστο του 1945 με την παράδοση των Ιαπώνων στους Αμερικανούς, ο Εμπειρίκος αρχίζει να γράφει το πιο σπουδαίο έργο του. Μέσα σε περίπου 2000 σελίδες περιγράφει το ταξίδι ενός υπερωκεάνιου, του Μεγάλου Ανατολικού το 1867, στην ακμή της βικτοριανής εποχής από το λιμάνι του Λίβερπουλ στην Νέα Υόρκη. Πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι όλοι οι επιβάτες και οι ερωτικές τους συνερεύσεις. Οι λεπτομερείς περιγραφές του ακόμα και σήμερα ξενίζουν για την άνεση με την οποία αναφέρεται σε κάθε μορφή ερωτισμού. 

Όποιος αναγνώστης αντέξει να διαβάσει όλους τους τόμους, θα συμπεράνει ότι είναι απλώς μια σκυταλοδρομία επαφών ανάμεσα σε ανθρώπους που θέλουν απλώς να ικανοποιήσουν τις ερωτικές τους ορμές χωρίς αιδώ, υπακούοντας μονάχα στο ένστικτο. Η αλήθεια είναι όμως ότι το πιο τολμηρό πόνημα του Εμπειρίκου συνδέεται με ένα βίωμα που είχε να κάνει με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο ευκατάστατος αστός είχε υιοθετήσει από νεαρή ηλικία την αριστερή ιδεολογία. Όμως η ζωή τα έφερε έτσι που συνελήφθη από την οργάνωση ΟΠΛΑ και παραλίγο να εκτελεσθεί ως “ταξικός εχθρός”. Κατάφερε να διαφύγει από ένα τυχαίο περιστατικό και επηρεασμένος από την τραυματική εμπειρία, μπήκε με ορμή στην διαδικασία της συγγραφής, καθώς οραματίστηκε έναν κόσμο που θα θυμίζει Εδέμ, χωρίς εξουσία, τάξεις και περιορισμούς μιας και η ύψιστη αξία θα είναι η ερωτική απελευθέρωση η οποία μπορεί να αντισταθμίσει από μόνη της οποιοδήποτε απολυταρχικό καθεστώς. Ετσι, όχι μόνο γύρισε την πλάτη στην αριστερά αλλά έγινε και αντικομμουνιστής. Πως όμως ένας συμπαθόντας την κομμουνιστική ιδεολογία, κατέληξε να απειλείται με εκτέλεση; Σε μια παλαιότερη του συνέντευξη στην ιστοσελίδα tvxs.gr ο γιος του Λεωνίδας αναφέρει για το βιβλίο:

Διήρκησε από το ’45 μέχρι το ’51, η πρώτη γραφή. Νομίζω ότι έχουμε ένα γράμμα προς τη μητέρα μου ότι συνέβαλε στη συγγραφή του και η ομηρία του, γιατί τον πιάσανε οι ΕΛΑΣίτες, δηλαδή η πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ την τελευταία μέρα του ’44, την εποχή που προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί ο ΕΛΑΣ από την Αθήνα και συνέλαβε πολλές χιλιάδες ομήρους. Τον έπιασαν λόγω του ονόματός του και τον οδήγησαν στη Βοιωτία, μέσα από χιόνια και βουνά και περιπέτειες τρομερές και νομίζω ότι αυτό υπήρξε η πιο τραυματική εμπειρία της ζωής του.  Γιατί ο ίδιος υπήρξε αριστερός στα νιάτα του  και οτι τον έπιασαν, θεωρεί ότι ήταν μια πολύ μεγάλη αδικία. Είχε το αίσθημα μιας τεράστιας πικρίας, γιατί δεν ήξερε καν αν θα βγει ζωντανός από αυτό, δεν ήταν μια απλή ομηρία. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, εκτελούσανε μερικούς από τους ομήρους, βάσει κριτηρίων δικών τους, της πολιτοφυλακής δηλαδή. Καταρχήν τους Τροτσκιστές, και μετά διαφόρους, που θεωρούσαν είτε συνεργάτες και στηρίγματα των Άγγλων ή άλλους. Δεν ήταν καθόλου δεδομένο αν θα άντεχε σε αυτή  την πορεία, γιατί πήραν ανθρώπους, οι οποίοι δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι, με σκαρπίνια πόλεως κανονικά ή με χωρίς κανένα πανωφόρι, με μια κουβέρτα,  με ο,τι τους έλεγαν να πάρουνε για να περάσουν την ανάκριση μια νύχτα στο τμήμα, στο τμήμα της ΟΠΛΑ, της πολιτοφυλακής.  Τους κράτησαν και ορισμένους τους έφτασαν μέχρι την Άμφισσα, μέχρι τη Γκιώνα, μέχρι και παραπάνω.  Και ο πατέρας μου το ‘σκασε, διότι κάποια στιγμή έγινε μια επίθεση Άγγλων στη Θήβα και τα κατάφερε.  Έπεσε σε ένα χαντάκι από κούραση και αντί να πάει να βρει τους καπετάνιους, όπως ήθελε, το ‘σκασε και γύρισε στην Αθήνα.  Αυτή η εξαιρετικά τραυματική εμπειρία,  νομίζω ότι είναι και αυτή στη βάση της συγγραφής του «Ανατολικού», δηλαδή είναι πλέον η απόρριψη οποιασδήποτε αυταρχικής ή βίαιης λύσης στα προβλήματα της ανθρωπότητας”.

Κάποιοι αποκάλεσαν το βιβλίο σκέτη πορνογραφία. Ο ίδιος, ο Εμπειρίκος, έλεγε ότι απλώς είχε υπερρεαλιστική γραφή. Είναι σαφές πλέον ότι πίσω από τις ατέλειωτες συνερεύσεις κυριαρχεί η βαθιά του επιθυμία για ελευθερία και η απόρριψη του ολοκληρωτισμού που δεν αφήνει τους ανθρώπους να ζήσουν σύμφωνα με τα θέλω και τα πιστεύω τους.

Στην ίδια συνέντευξη ο γιος του Λεωνίδας θυμάται τις τεράστιες δυσκολίες για την έκδοση του βιβλίου, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου μιας και τυπώθηκε σε 8 τόμους την διετία 1990 – 1992.

«Πρέπει πρώτα να πω ότι νομίζω ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας που να πέθανε και να άφησε το 90% περίπου του έργου του ανέκδοτο. Οπότε μας έλαχε μια σχετικά δύσκολη υπόθεση να ιεραρχήσουμε αυτό το έργο, να έχουμε μια εκδοτική πολιτική και χάρη στο Σταύρο Πετσόπουλο και στο Γεώργιο Γιατρομανωλάκη, φτιάχτηκε αυτή η εκδοτική πολιτική με μεγάλη συνέπεια και πρώτα εκδώσαμε αυτά που μας άφησε ως πιο επίσημα, έτοιμα, που ο ίδιος θα έβγαζε τότε πια το ’74, αλλά δεν πρόλαβε, πέθανε το ’75, είχε ήδη συνεννοηθεί με το Νίκο Καρύδη του Ίκαρου να βγάλει την «Οκτάνα», την έδωσε η μητέρα μου στον Ίκαρο, βγήκε η «Οκτάνα», βγήκε «Η σήμερον ως αύριον και ως χθες», η άλλη έτοιμη ποιητική συλλογή και μετά ήτανε πια η σειρά του «Μεγάλου Ανατολικού».  Και βγήκε ο «Μεγάλος Ανατολικός» , μετά από μία τριετή σχεδόν προετοιμασία μεταξύ των τεσσάρων, της μητέρας μου, εμένα, του Σταύρου και του Σταύρου Πετσόπουλου και του Γιώργου Γιατρομανωλάκη και βγήκε το ’90. Και κράτησε η έκδοσή του δύο χρόνια. Η απόφαση δεν ήταν εύκολη διότι δεν ξέραμε ποια θα ήταν η αντίδραση. Και στην αρχή υπήρξαν αντιδράσεις πολύ αρνητικές από τα «Πολιτικά Θέματα», ένα περιοδικό και από άλλες, από άλλους φορείς μάλλον της δεξιάς, τόσο αρνητικές, που ζήτησαν την κατάσχεση του έργου και την παραδειγματική τιμωρία του εκδότη, των κληρονόμων, ημών δηλαδή, της μητέρας μου και μένα, και του επιμελητή και την κατάσχεση του έργου.  Δεν έγινε τίποτε, και μάλιστα η υπουργός τότε θεώρησε απαράδεκτη οποιαδήποτε λογοκρισία, η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη.

«Η μεγάλη εκπόρνευση», έτσι ήταν ο τίτλος του τεύχους εκείνου των «Πολιτικών Θεμάτων», που ήταν, είναι ένα περιοδικό συντηρητικό. Υπήρξαν και άλλες φωνές, ακόμα και πιο ακραίες από διαφόρους μοναχούς και από το Άγιον Όρος και από αλλού, αλλά σχετικά γρήγορα κόπασαν, παρόλο που ο εκδότης είχε προετοιμαστεί, μη τυχόν και γίνει καμιά κάθοδος της αστυνομίας για την κατάσχεση των αντιτύπων και είχε κρύψει τα αντίτυπα και είχε αφήσει μόνο πολύ λίγα. Και επίσης υπήρξαν πολλοί, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί να γράψουν και να γίνει γνωστό και Στο εξωτερικό, σε μεγάλες εφημερίδες της δυτικής Ευρώπης για τυχόν  παρέμβαση των αρχών για τη δήμευση, για την κατάσχεση μάλλον, για τη λογοκρισία, έστω και έτσι του έργου.»

Share.

Comments are closed.